πεζοπορέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεζοπορέω''': πορεύομαι [[πεζῇ]], Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 1. ΙΙ. ὁδοιπορῶ διὰ ξηρᾶς, [[βαδίζω]], Πολύβ. 3. 68, 14, Λουκ. Ἀλέξ. 53.
|lstext='''πεζοπορέω''': πορεύομαι [[πεζῇ]], Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 1. ΙΙ. ὁδοιπορῶ διὰ ξηρᾶς, [[βαδίζω]], Πολύβ. 3. 68, 14, Λουκ. Ἀλέξ. 53.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> voyager à pied;<br /><b>2</b> aller par terre.<br />'''Étymologie:''' [[πεζοπόρος]].
}}
}}