3,271,347
edits
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεπλᾰνημένως''': Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον πεπλανημένον, π. ἔχειν Ἰσοκρ. 197C ἐπὶ παροξυσμῶν νόσου, ἀνωμάλως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αʹ 941, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 8. | |lstext='''πεπλᾰνημένως''': Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον πεπλανημένον, π. ἔχειν Ἰσοκρ. 197C ἐπὶ παροξυσμῶν νόσου, ἀνωμάλως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αʹ 941, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />en errant çà et là ; de manière irrégulière.<br />'''Étymologie:''' πεπλανημένος, part. pf. Pass. de [[πλανάω]]. | |||
}} | }} |