Anonymous

περιδέραιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιδέραιος''': -ον, ([[δέρη]]) ὁ περὶ τὴν δέρην, [[ἤτοι]] τὸν τράχηλον φορούμενος, ὁ π. [[κόσμος]] Πλουτ. Γάλβ. 17· [[στέφανος]] ὁ αὐτ. 2. 647Ε, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλέα Τάτ. σ. 519. ΙΙ. περιδέραιον, τό, [[κόσμημα]] περὶ τὸν τράχηλον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 5, Ἀριστ. Ποιητ. 16, 3, Πλουτ. Σερτ. 14, Λουκ. Ἁλιεὺς 12, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περιδέραια· περιτραχήλια, ἢ ἐνώτια».
|lstext='''περιδέραιος''': -ον, ([[δέρη]]) ὁ περὶ τὴν δέρην, [[ἤτοι]] τὸν τράχηλον φορούμενος, ὁ π. [[κόσμος]] Πλουτ. Γάλβ. 17· [[στέφανος]] ὁ αὐτ. 2. 647Ε, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλέα Τάτ. σ. 519. ΙΙ. περιδέραιον, τό, [[κόσμημα]] περὶ τὸν τράχηλον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 5, Ἀριστ. Ποιητ. 16, 3, Πλουτ. Σερτ. 14, Λουκ. Ἁλιεὺς 12, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περιδέραια· περιτραχήλια, ἢ ἐνώτια».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on met autour du cou.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δέρη]].
}}
}}