Anonymous

περιέλευσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιέλευσις''': -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, Πλούτ. 2. 916D, Εὐστ. Πονημάτ. 203. 76, Φώτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[περίοδος]].
|lstext='''περιέλευσις''': -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, Πλούτ. 2. 916D, Εὐστ. Πονημάτ. 203. 76, Φώτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[περίοδος]].
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’aller autour.<br />'''Étymologie:''' περιελεύσομαι, <i>f. de</i> [[περιέρχομαι]].
}}
}}