Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιγίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιγίγνομαι''': Ἰων. καὶ μεταγεν. –[[γίνομαι]] [ῑ]· μέλλ. –γενήσομαι· ἀόρ. –εγενόμην· πρκμ. –[[γέγονα]]. Ὑπερέχω, [[ὑπερισχύω]], νικῶ, ὑπερτερῶ. ― Πλήρης [[αὐτοῦ]] [[σύνταξις]] [[εἶναι]] ἡ [[μετὰ]] γεν. προσ. καὶ δοτ. πραγμ., [[μήτι]] δ’ [[ἡνίοχος]] περιγίγνεται ἡνιόχοιο Ἰλ. Ψ. 318· ὅσσον περιγιγνόμεθ’ ἄλλων πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε Ὀδ. Θ. 102, πρβλ. 252· π. τινος πολυτροπίῃ Ἡρόδ. 2. 121, 5, πρβλ. Θουκ. 1. 55· τοσοῦτον π. τινος τάχει Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19· τῶν χρημάτων τῶν ἐν Δελφοῖς π. ταῖς ἐν τῶν ἰδίων δαπάναις Ἰσοκρ. 93Β· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., ὅσα... περιγίγνοιντο ἐμοῦ Δημ. 306. 10· π. τὰ [[Ὀλύμπια]] Πλούτ. 2. 242Α· ― μόνον [[μετὰ]] γεν. προσ., Ἡρόδ. 1. 207, Ἀριστοφ. Σφ. 604, Πλάτ., κλ.· ― παρ’ Ἡροδ. 9. 2, μετ’ αἰτ. προσ., κατὰ τὸ ἰσχυρὸν Ἕλληνας... π., ἴδε Schweigh· ― ἀπολ., εἶμαι [[ὑπέρτερος]], ἐπικρατῶ, Ἡρόδ. 6. 109, Θουκ. 8. 104· ― π. [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι Θουκ. 1. 69., 5. 111. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἤν τι περιγένηταί σφι τοῦ πολέμου, ἐὰν λάβωσιν οἱανδήποτε ὠφέλειαν ἐκ τοῦ πολέμου, ὁ αὐτ. 6. 8· περιγίγνεται ὑμῖν [[πλῆθος]] νεῶν, ὑπερέχετε κατὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν πλοίων, 2. 87· π. ἡμῖν τὸ μὴ προκάμνειν, ἔχομεν τὸ [[πλεονέκτημα]] νὰ μὴ κουραζώμεθα [[προηγουμένως]], δηλ. πρὶν ἔλθωμεν εἰς τὰ δεινά..., 2. 39· ― ἡ [[σημασία]] αὕτη προσεγγίζει πολὺ πρὸς τὴν ΙΙ. 3, ἴδε Arnold εἰς 2. 39. ΙΙ. ἐπιζῶ, διασώζομαι, [[διαφεύγω]], Λατ. salvus evadere, Ἡρόδ. 1. 82, 122, κτλ., Θουκ. 4. 27, κτλ.· οἱ περιγενόμενοι, οἱ ἐπιζήσαντες, Ἡρόδ. 5. 64, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγμ., περιεγένετο τούτου τοῦ πάθεος, ἐπέζησε, διέφυγε τοῦτον τὸν ὄλεθρον, [[αὐτόθι]] 46· π. τῆς δίκης Πλάτ. Νόμ. 905Α· οὕτω, π. ἐκ τῶν μεγίστων Θουκ. 2. 49. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[περισσεύω]], Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 554, Λυσίας 185. 9· τάλαντα ἃ περιεγένοντο τῶν φόρων, τὸ ὑπόλοιπον ἐκ τοῦ φόρου, τὸ [[περίσσευμα]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 8· τὸ περιγιγνόμενον ἐκ τῶν φόρων [[ἀργύριον]] Ἰσοκρ. 175Β, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 742Β· τὰ περιγινόμενα, τὰ εἰσοδήματα, Ἀρρ. Ἀνάβ. 7. 17, 4. 3) ἐπὶ πραγμάτων [[ὡσαύτως]], [[μένω]] ὡς [[κέρδος]] ἢ ὡς [[ἀποτέλεσμα]], ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων καὶ πόλει καὶ ἰδιώτῃ μέγισται τιμαὶ π. Θουκ. 1. 144· ἀμαχεὶ π. τινί τι ὁ αὐτ. 4. 73· τί αὐτῷ περιγέγονεν ἐκ τῆς φιλοσοφίας ; Ἀρίστιππ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 68· περιεγένετο [[ὥστε]] [[καλῶς]] ἔχειν Ξεν. Ἀν. 5. 8, 26· τούτου... περιγίγνεσθαι μέλλοντος, παθεῖν τι κακὸν Δημ. 31. 24· ἐκ τούτων περιγίγνεταί τι ὁ αὐτ. 102 ἐν τέλ.· τοῖς μὲν... πεισθεῖσιν ἡ [[σωτηρία]] περιεγένετο, εἰς τοὺς πεισθέντας ἡ [[σωτηρία]] ἧτο τὸ [[ἀποτέλεσμα]], 252. 12· περίεστι δέ μοι [[ταῦτα]] οἷα τοῖς κακόν τι νοοῦσιν ὑμῖν περιγένοιτο 1483. 18· ἀηδὴς [[δόξα]] τῇ πόλει παρὰ τοῖς πολλοῖς π. 1433. 24. ― Πρβλ. [[περίειμι]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους.
|lstext='''περιγίγνομαι''': Ἰων. καὶ μεταγεν. –[[γίνομαι]] [ῑ]· μέλλ. –γενήσομαι· ἀόρ. –εγενόμην· πρκμ. –[[γέγονα]]. Ὑπερέχω, [[ὑπερισχύω]], νικῶ, ὑπερτερῶ. ― Πλήρης [[αὐτοῦ]] [[σύνταξις]] [[εἶναι]] ἡ [[μετὰ]] γεν. προσ. καὶ δοτ. πραγμ., [[μήτι]] δ’ [[ἡνίοχος]] περιγίγνεται ἡνιόχοιο Ἰλ. Ψ. 318· ὅσσον περιγιγνόμεθ’ ἄλλων πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε Ὀδ. Θ. 102, πρβλ. 252· π. τινος πολυτροπίῃ Ἡρόδ. 2. 121, 5, πρβλ. Θουκ. 1. 55· τοσοῦτον π. τινος τάχει Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19· τῶν χρημάτων τῶν ἐν Δελφοῖς π. ταῖς ἐν τῶν ἰδίων δαπάναις Ἰσοκρ. 93Β· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., ὅσα... περιγίγνοιντο ἐμοῦ Δημ. 306. 10· π. τὰ [[Ὀλύμπια]] Πλούτ. 2. 242Α· ― μόνον [[μετὰ]] γεν. προσ., Ἡρόδ. 1. 207, Ἀριστοφ. Σφ. 604, Πλάτ., κλ.· ― παρ’ Ἡροδ. 9. 2, μετ’ αἰτ. προσ., κατὰ τὸ ἰσχυρὸν Ἕλληνας... π., ἴδε Schweigh· ― ἀπολ., εἶμαι [[ὑπέρτερος]], ἐπικρατῶ, Ἡρόδ. 6. 109, Θουκ. 8. 104· ― π. [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι Θουκ. 1. 69., 5. 111. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἤν τι περιγένηταί σφι τοῦ πολέμου, ἐὰν λάβωσιν οἱανδήποτε ὠφέλειαν ἐκ τοῦ πολέμου, ὁ αὐτ. 6. 8· περιγίγνεται ὑμῖν [[πλῆθος]] νεῶν, ὑπερέχετε κατὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν πλοίων, 2. 87· π. ἡμῖν τὸ μὴ προκάμνειν, ἔχομεν τὸ [[πλεονέκτημα]] νὰ μὴ κουραζώμεθα [[προηγουμένως]], δηλ. πρὶν ἔλθωμεν εἰς τὰ δεινά..., 2. 39· ― ἡ [[σημασία]] αὕτη προσεγγίζει πολὺ πρὸς τὴν ΙΙ. 3, ἴδε Arnold εἰς 2. 39. ΙΙ. ἐπιζῶ, διασώζομαι, [[διαφεύγω]], Λατ. salvus evadere, Ἡρόδ. 1. 82, 122, κτλ., Θουκ. 4. 27, κτλ.· οἱ περιγενόμενοι, οἱ ἐπιζήσαντες, Ἡρόδ. 5. 64, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγμ., περιεγένετο τούτου τοῦ πάθεος, ἐπέζησε, διέφυγε τοῦτον τὸν ὄλεθρον, [[αὐτόθι]] 46· π. τῆς δίκης Πλάτ. Νόμ. 905Α· οὕτω, π. ἐκ τῶν μεγίστων Θουκ. 2. 49. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[περισσεύω]], Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 554, Λυσίας 185. 9· τάλαντα ἃ περιεγένοντο τῶν φόρων, τὸ ὑπόλοιπον ἐκ τοῦ φόρου, τὸ [[περίσσευμα]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 8· τὸ περιγιγνόμενον ἐκ τῶν φόρων [[ἀργύριον]] Ἰσοκρ. 175Β, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 742Β· τὰ περιγινόμενα, τὰ εἰσοδήματα, Ἀρρ. Ἀνάβ. 7. 17, 4. 3) ἐπὶ πραγμάτων [[ὡσαύτως]], [[μένω]] ὡς [[κέρδος]] ἢ ὡς [[ἀποτέλεσμα]], ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων καὶ πόλει καὶ ἰδιώτῃ μέγισται τιμαὶ π. Θουκ. 1. 144· ἀμαχεὶ π. τινί τι ὁ αὐτ. 4. 73· τί αὐτῷ περιγέγονεν ἐκ τῆς φιλοσοφίας ; Ἀρίστιππ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 68· περιεγένετο [[ὥστε]] [[καλῶς]] ἔχειν Ξεν. Ἀν. 5. 8, 26· τούτου... περιγίγνεσθαι μέλλοντος, παθεῖν τι κακὸν Δημ. 31. 24· ἐκ τούτων περιγίγνεταί τι ὁ αὐτ. 102 ἐν τέλ.· τοῖς μὲν... πεισθεῖσιν ἡ [[σωτηρία]] περιεγένετο, εἰς τοὺς πεισθέντας ἡ [[σωτηρία]] ἧτο τὸ [[ἀποτέλεσμα]], 252. 12· περίεστι δέ μοι [[ταῦτα]] οἷα τοῖς κακόν τι νοοῦσιν ὑμῖν περιγένοιτο 1483. 18· ἀηδὴς [[δόξα]] τῇ πόλει παρὰ τοῖς πολλοῖς π. 1433. 24. ― Πρβλ. [[περίειμι]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> περιγενήσομαι, <i>ao.2</i> περιεγενόμην, <i>pf.</i> περιγέγονα;<br /><b>I.</b> devenir maître de, surpasser, être supérieur : τινός, à qqn ; τινι en qch ; τινός τινι à qqn en qch ; <i>avec une prép.</i> πρὸς τοὺς Ἀθηναίους πολλὰ τοῖς ἁμαρτήμασιν αὐτῶν [[μᾶλλον]] περιγεγενημένοι THC supérieurs aux Athéniens bien plus par les fautes que ceux-ci avaient commises que… ; <i>abs.</i> être supérieur, l’emporter : τινι en qch ; τὰ [[Ὀλύμπια]] περιγινόμενος PLUT vainqueur aux jeux Olympiques;<br /><b>II.</b> rester :<br /><b>1</b> être de reste <i>en parl. d’argent, de ressources</i>;<br /><b>2</b> rester, être sauvé, survivre : περιγίγνεσθαι [[τούτου]] [[τοῦ]] πάθους HDT (parvenir à) se sauver de ce désastre ; <i>avec une prép.</i> : [[ἐκ]] [[τῶν]] μεγίστων (κακῶν) THC échapper aux plus grandes calamités;<br /><b>3</b> rester comme résultat, provenir de : [[ἐκ]] [[τῶν]] μεγίστων κινδύνων μέγισται τιμαὶ περιγίγνονται πόλει THC des plus grands périls naissent pour une cité les plus grands honneurs ; avec un inf. : περιγίγνεται [[ἡμῖν]] THC cela a pour nous ce résultat que ; περιεγένετο [[ὥστε]], avec l’inf. XÉN le résultat fut que.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[γίγνομαι]].
}}
}}