Anonymous

πεποίθησις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεποίθησις''': ἡ, ἐμπιστοσύνη, θάρρος, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΔ΄, 25, κ. ἀλλ.), Φίλων 2. 444, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 1· ἐν τῷ πληθ., Βάβρ. 43. 19· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 295· [[ὡσαύτως]] πεποίθια, ἡ, «πεποιθίαν· ἐλπίδα, προσδοκίαν» Ἡσύχ.
|lstext='''πεποίθησις''': ἡ, ἐμπιστοσύνη, θάρρος, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΔ΄, 25, κ. ἀλλ.), Φίλων 2. 444, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 1· ἐν τῷ πληθ., Βάβρ. 43. 19· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 295· [[ὡσαύτως]] πεποίθια, ἡ, «πεποιθίαν· ἐλπίδα, προσδοκίαν» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />confiance, assurance.<br />'''Étymologie:''' [[πέποιθα]].
}}
}}