Anonymous

περιολισθάνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιολισθάνω''': ὀλισθαίνω εἰς τὰ πλάγια, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814· ὀλισθαίνω ὁλόγυρα, ὁ αὐτ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 18· μέχρις οὗ τῶν ἀνδρῶν ἀπορριφθέντων καὶ διασφενδονισθέντων, κενὴ προσπέσοι τοῖς τείχεσιν ἢ περιολίσθοι τῆς λαβῆς ἀνείσης Πλουτ. Μάρκελλ. 15· ὡς περιολισθάνοι ἀπ’ αὐτῶν τὰ λοιπὰ βέλη Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 10· μεταφορ., ἡδονὴ π. εἰς τὸ [[σῶμα]] Πλούτ. 2. 1089D. - Παρὰ μεταγεν., -ολισθαίνω.
|lstext='''περιολισθάνω''': ὀλισθαίνω εἰς τὰ πλάγια, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814· ὀλισθαίνω ὁλόγυρα, ὁ αὐτ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 18· μέχρις οὗ τῶν ἀνδρῶν ἀπορριφθέντων καὶ διασφενδονισθέντων, κενὴ προσπέσοι τοῖς τείχεσιν ἢ περιολίσθοι τῆς λαβῆς ἀνείσης Πλουτ. Μάρκελλ. 15· ὡς περιολισθάνοι ἀπ’ αὐτῶν τὰ λοιπὰ βέλη Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 10· μεταφορ., ἡδονὴ π. εἰς τὸ [[σῶμα]] Πλούτ. 2. 1089D. - Παρὰ μεταγεν., -ολισθαίνω.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> glisser tout autour ; glisser à côté de <i>ou</i> hors de;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se glisser dans, <i>avec</i> [[εἰς]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ὀλισθάνω]].
}}
}}