περικακέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περικᾰκέω''': εἶμαι εἰς ὑπερβολὴν [[ἀτυχής]], εὑρίσκομαι ἐν ἀπελπισμῷ, Πολύβ. 1. 58, 5· τοῖς ὅλοις ὁ αὐτ. 3. 84, 6.
|lstext='''περικᾰκέω''': εἶμαι εἰς ὑπερβολὴν [[ἀτυχής]], εὑρίσκομαι ἐν ἀπελπισμῷ, Πολύβ. 1. 58, 5· τοῖς ὅλοις ὁ αὐτ. 3. 84, 6.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être dans le malheur ; se décourager, se désespérer.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κακόν]].
}}
}}