Anonymous

περικλάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περικλάω''': μέλλ. -κλάσω, [[περικάμπτω]], ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, [[ὅστις]] πνέων περικάμπτει [[τῇδε]] κἀκεῖσε τὰς φλόγας, Θεοφρ. π. Πυρὸς 53· τὰς [[δρῦς]] Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 18· τῷ κράνει περικλάσαι τὸ [[ξίφος]], ὅτι ἔσπασε τὸ [[ξίφος]] περὶ τὸ [[κράνος]], Πλουτ. Σύλλ. 14. - Παθ., φύλλα περικεκλασμένα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 10· περικλώμενα τοῖς αὐτῶν βρίθεσιν, καμπτόμενα καὶ θραυόμενα διὰ ..., Πλουτ. Σύλλ. 12· περικεκλασμένον [[σχῆμα]], κεκαμμένον καὶ συγκεκυρτωμένον, ὁ αὐτ. 2. 878C· [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 46. ΙΙ. [[στρέφω]] [[στράτευμα]] πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ πρὸς τὰ ἀριστερά, ἐπὶ [[δόρυ]] ἢ ἐπ’ ἀσπίδα Πολύβ. 11. 12, 4, πρβλ. 23, 2· [[ὡσαύτως]], τὸν Τίβεριν περικλάσας ἐπὶ τὸ Κίρκαιον Πλουτ. Καῖσ. 58. ΙΙΙ. τόποι περικεκλασμένοι, τόποι ἔχοντες [[ἔδαφος]] τραχύ, ἀνώμαλον, Πολύβ. 12. 20, 6· οὕτω, λόφοι περικελασμένοι ὁ αὐτ. 18. 5, 9· πόλεις περικεκλ., πόλεις ἐπὶ τοιούτου ἐδάφους ᾠκοδομημέναι, ὁ αὐτ. 9. 21, 7.
|lstext='''περικλάω''': μέλλ. -κλάσω, [[περικάμπτω]], ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, [[ὅστις]] πνέων περικάμπτει [[τῇδε]] κἀκεῖσε τὰς φλόγας, Θεοφρ. π. Πυρὸς 53· τὰς [[δρῦς]] Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 18· τῷ κράνει περικλάσαι τὸ [[ξίφος]], ὅτι ἔσπασε τὸ [[ξίφος]] περὶ τὸ [[κράνος]], Πλουτ. Σύλλ. 14. - Παθ., φύλλα περικεκλασμένα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 10· περικλώμενα τοῖς αὐτῶν βρίθεσιν, καμπτόμενα καὶ θραυόμενα διὰ ..., Πλουτ. Σύλλ. 12· περικεκλασμένον [[σχῆμα]], κεκαμμένον καὶ συγκεκυρτωμένον, ὁ αὐτ. 2. 878C· [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 46. ΙΙ. [[στρέφω]] [[στράτευμα]] πρὸς τὰ δεξιὰ ἢ πρὸς τὰ ἀριστερά, ἐπὶ [[δόρυ]] ἢ ἐπ’ ἀσπίδα Πολύβ. 11. 12, 4, πρβλ. 23, 2· [[ὡσαύτως]], τὸν Τίβεριν περικλάσας ἐπὶ τὸ Κίρκαιον Πλουτ. Καῖσ. 58. ΙΙΙ. τόποι περικεκλασμένοι, τόποι ἔχοντες [[ἔδαφος]] τραχύ, ἀνώμαλον, Πολύβ. 12. 20, 6· οὕτω, λόφοι περικελασμένοι ὁ αὐτ. 18. 5, 9· πόλεις περικεκλ., πόλεις ἐπὶ τοιούτου ἐδάφους ᾠκοδομημέναι, ὁ αὐτ. 9. 21, 7.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> briser autour, briser en recourbant (un arbre), acc. ; περικλᾶν [[τῷ]] κράνει τὸ [[ξίφος]] PLUT briser son épée sur le casque de qqn;<br /><b>2</b> faire fléchir, courber, faire obliquer : τὸν Τίβεριν ἐπὶ τὸ Κίρκαιον PLUT détourner le Tibre vers Circæum;<br /><i><b>Moy.</b></i> περικλάομαι-ῶμαι s’appuyer autour de <i>ou</i> près de, <i>avec</i> [[πρός]] τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλάω]].
}}
}}