Anonymous

πέρπερος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέρπερος''': -ον, (πρβλ. Λατ. perperus, perperam), [[κενόδοξος]], [[μάταιος]], κοινῶς «φανταγμένος», ὡς τὸ ἀλαζών, Πολύβ. 32. 6, 5., 40. 6, 2, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 54, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, 14· ― [[ἐντεῦθεν]] περπερεύομαι, ἀποθ., καυχῶμαι, [[κομπάζω]], [[ἀλαζονεύομαι]], Α΄, Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιγ΄, 4, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 5, Εὐσταθ. Πονημάτ. 224. 83· πρβλ. ἐμπ-· ― περπερεία, ἡ, [[κενοδοξία]], [[ἀλαζονεία]], Κλήμ. Ἀλ. 251, Εὐστ. Πονημάτ. 228. 12· οὕτω, περπερότης, -ητος, ἡ, Ψευδο-Χρυσ. ― Λέξεις μεταγεν.
|lstext='''πέρπερος''': -ον, (πρβλ. Λατ. perperus, perperam), [[κενόδοξος]], [[μάταιος]], κοινῶς «φανταγμένος», ὡς τὸ ἀλαζών, Πολύβ. 32. 6, 5., 40. 6, 2, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 54, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, 14· ― [[ἐντεῦθεν]] περπερεύομαι, ἀποθ., καυχῶμαι, [[κομπάζω]], [[ἀλαζονεύομαι]], Α΄, Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιγ΄, 4, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 5, Εὐσταθ. Πονημάτ. 224. 83· πρβλ. ἐμπ-· ― περπερεία, ἡ, [[κενοδοξία]], [[ἀλαζονεία]], Κλήμ. Ἀλ. 251, Εὐστ. Πονημάτ. 228. 12· οὕτω, περπερότης, -ητος, ἡ, Ψευδο-Χρυσ. ― Λέξεις μεταγεν.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />léger, frivole, étourdi, indiscret.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> perperus, perperam, de la R. Περ, être mauvais ; cf. <i>lat.</i> perdo, pessum, etc., de per- péjoratif, distinct de la prép. per et dont la forme parallèle pra a produit pravus.
}}
}}