3,277,055
edits
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραγηράω''': μέλλ. -άσομαι, παραπολὺ [[γηράσκω]], καταντῶ κρονόληρος, παραληρῶ ὑπὸ [[γήρως]], Αἰσχίν. 89. 28, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 16, [[Πολυδ]]. Β΄, 16. | |lstext='''παραγηράω''': μέλλ. -άσομαι, παραπολὺ [[γηράσκω]], καταντῶ κρονόληρος, παραληρῶ ὑπὸ [[γήρως]], Αἰσχίν. 89. 28, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 16, [[Πολυδ]]. Β΄, 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />déraisonner comme un vieillard en enfance, radoter.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[γηράω]]. | |||
}} | }} |