Anonymous

πεντηκοστός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντηκοστός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, τακτ. ἀριθμ. τοῦ 50, Πλάτ. Θεαίτ. 175Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἡ πεντηκοστή, 1) (ἐξυπακ. τοῦ [[μερίς]]), τὸ πεντηκοστὸν [[μέρος]], ἐν Ἀθήναις ὁ [[φόρος]] δύο ἐπὶ τοῖς ἑκατὸν ὁ εἰσπραττόμενος ἐπὶ παντὸς ἐξαγομένου ἢ εἰσαγομένου πράγματος, [[οἷον]] ἐπὶ τοῦ εἰσαγομένου σίτου, Ἀνδοκ. 17. 24, Δημ. 1353. 21· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 738. 5· ἴδε Böckh P. E. 2.24, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ.· ― μεταφορ., ταύτην εὕρηκε Μειδίας καινὴν ἱππικῆς τινὰ πεντηκοστήν, εὗρε νέον [[εἶδος]] πεντηκοστῆς ἀντὶ τῆς ἐν τῷ ἱππικῷ ὑπηρεσίας του, δηλ. ἐπλήρωσε πεντηκοστὴν [[ὅπως]] ἐξαιρεθῇ, Δημ. 568. 12. 2) (ἐξυπακ. [[ἡμέρα]]), ἡ ([[μετὰ]] τὸ Πάσχα) πεντηκοστὴ [[ἡμέρα]], Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΒ΄, 32), Πράξ. Ἀποστ. β΄, 1, κ. ἀλλ.
|lstext='''πεντηκοστός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, τακτ. ἀριθμ. τοῦ 50, Πλάτ. Θεαίτ. 175Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἡ πεντηκοστή, 1) (ἐξυπακ. τοῦ [[μερίς]]), τὸ πεντηκοστὸν [[μέρος]], ἐν Ἀθήναις ὁ [[φόρος]] δύο ἐπὶ τοῖς ἑκατὸν ὁ εἰσπραττόμενος ἐπὶ παντὸς ἐξαγομένου ἢ εἰσαγομένου πράγματος, [[οἷον]] ἐπὶ τοῦ εἰσαγομένου σίτου, Ἀνδοκ. 17. 24, Δημ. 1353. 21· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 738. 5· ἴδε Böckh P. E. 2.24, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ.· ― μεταφορ., ταύτην εὕρηκε Μειδίας καινὴν ἱππικῆς τινὰ πεντηκοστήν, εὗρε νέον [[εἶδος]] πεντηκοστῆς ἀντὶ τῆς ἐν τῷ ἱππικῷ ὑπηρεσίας του, δηλ. ἐπλήρωσε πεντηκοστὴν [[ὅπως]] ἐξαιρεθῇ, Δημ. 568. 12. 2) (ἐξυπακ. [[ἡμέρα]]), ἡ ([[μετὰ]] τὸ Πάσχα) πεντηκοστὴ [[ἡμέρα]], Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΒ΄, 32), Πράξ. Ἀποστ. β΄, 1, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />cinquantième ; ἡ πεντεκοστή ([[ἡμέρα]]) la Pentecôte <i>(cinquantième jour après Pâques)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πεντήκοντα]].
}}
}}