3,273,773
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέρῠσι''': ἢ πρὸ φωνήεντος -σιν, Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πέρσι», Σιμωνίδ. 75, Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 6, Ἀριστοφ. Σφ. 1038, Λυσίας 148. 34, Πλάτ. Πρωτ. 327D· ἡ π. [[κωμῳδία]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 378· [[ἡμεῖς]] ἐσμεν οἱ αὐτοὶ νῦν τε καὶ π. Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 7. ― Δωρικ. πέρῠτι ἢ -τις, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. 56, Θεογνώστ. Καν. 163. (Πρβλ. Σανσκρ. parut (πέρυσι), parut-tnas (περυσινός), ― ἐκ τοῦ para (alius) καὶ vat (Fέτος)· Μέσ. Γερμαν. vert, vernent· πρβλ. [[νέωτα]]). | |lstext='''πέρῠσι''': ἢ πρὸ φωνήεντος -σιν, Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πέρσι», Σιμωνίδ. 75, Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 6, Ἀριστοφ. Σφ. 1038, Λυσίας 148. 34, Πλάτ. Πρωτ. 327D· ἡ π. [[κωμῳδία]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 378· [[ἡμεῖς]] ἐσμεν οἱ αὐτοὶ νῦν τε καὶ π. Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 7. ― Δωρικ. πέρῠτι ἢ -τις, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. 56, Θεογνώστ. Καν. 163. (Πρβλ. Σανσκρ. parut (πέρυσι), parut-tnas (περυσινός), ― ἐκ τοῦ para (alius) καὶ vat (Fέτος)· Μέσ. Γερμαν. vert, vernent· πρβλ. [[νέωτα]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> l’an passé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> autrefois, auparavant.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> parut « l’an passé » de para « autre » et vat = [[ἔτος]], p. *Ϝέτος « année ». | |||
}} | }} |