3,277,002
edits
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιτροπέω''': Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[τύπος]] [[παράλληλος]] τῷ [[περιτρέπω]]· Ι. ἀμεταβ., περιτροπέων [[ἐνιαυτός]], περοδικῶς ἐπανερχόμενος, Ἰλ. Β. 295. ΙΙ. μεταβ., [[τρέπω]] τι ἐκ τῶν [[πέριξ]] [[πρός]] τι [[κέντρον]], [[περισυνάγω]], πολλὰ [μῆλα] περιτροπέοντες ἐλαύνομεν Ὀδ. Ι. 465· περιτροπέων φῦλ’ ἀνθρώπων, ἐλαύνων [[τῇδε]] κἀκεῖσε, περιπλέκων αὐτούς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 542· πρβλ. [[περιτροπάδην]]. | |lstext='''περιτροπέω''': Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[τύπος]] [[παράλληλος]] τῷ [[περιτρέπω]]· Ι. ἀμεταβ., περιτροπέων [[ἐνιαυτός]], περοδικῶς ἐπανερχόμενος, Ἰλ. Β. 295. ΙΙ. μεταβ., [[τρέπω]] τι ἐκ τῶν [[πέριξ]] [[πρός]] τι [[κέντρον]], [[περισυνάγω]], πολλὰ [μῆλα] περιτροπέοντες ἐλαύνομεν Ὀδ. Ι. 465· περιτροπέων φῦλ’ ἀνθρώπων, ἐλαύνων [[τῇδε]] κἀκεῖσε, περιπλέκων αὐτούς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 542· πρβλ. [[περιτροπάδην]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. part. prés.</i> περιτροπέων;<br /><b>1</b> tourner tout autour, accomplir sa révolution <i>en parl. du temps</i>;<br /><b>2</b> tourner en tous sens <i>ou</i> à travers, parcourir.<br />'''Étymologie:''' [[περίτροπος]]. | |||
}} | }} |