Anonymous

παράφρων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράφρων''': -ον, (φρὴν) ὁ ἐκτρεπόμενος ἢ πλανώμενος τὰς φρένας, [[ἄφρων]], [[μωρός]], [[μάντις]] Σοφ. Ἠλ. 473· ὁ ἔξω φρενῶν, [[παράφρων]], [[μωρός]], Λατ. demens, Πλάτ. Νόμ. 649D· π. [[ἔπος]] Εὐρ. Ἱππ. 232· π. καὶ παραπλὴξ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Πομπ. 72. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 34.
|lstext='''παράφρων''': -ον, (φρὴν) ὁ ἐκτρεπόμενος ἢ πλανώμενος τὰς φρένας, [[ἄφρων]], [[μωρός]], [[μάντις]] Σοφ. Ἠλ. 473· ὁ ἔξω φρενῶν, [[παράφρων]], [[μωρός]], Λατ. demens, Πλάτ. Νόμ. 649D· π. [[ἔπος]] Εὐρ. Ἱππ. 232· π. καὶ παραπλὴξ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Πομπ. 72. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 34.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui est hors de son bon sens, fou, insensé.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[φρήν]].
}}
}}