3,277,719
edits
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράφρων''': -ον, (φρὴν) ὁ ἐκτρεπόμενος ἢ πλανώμενος τὰς φρένας, [[ἄφρων]], [[μωρός]], [[μάντις]] Σοφ. Ἠλ. 473· ὁ ἔξω φρενῶν, [[παράφρων]], [[μωρός]], Λατ. demens, Πλάτ. Νόμ. 649D· π. [[ἔπος]] Εὐρ. Ἱππ. 232· π. καὶ παραπλὴξ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Πομπ. 72. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 34. | |lstext='''παράφρων''': -ον, (φρὴν) ὁ ἐκτρεπόμενος ἢ πλανώμενος τὰς φρένας, [[ἄφρων]], [[μωρός]], [[μάντις]] Σοφ. Ἠλ. 473· ὁ ἔξω φρενῶν, [[παράφρων]], [[μωρός]], Λατ. demens, Πλάτ. Νόμ. 649D· π. [[ἔπος]] Εὐρ. Ἱππ. 232· π. καὶ παραπλὴξ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Πομπ. 72. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 34. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui est hors de son bon sens, fou, insensé.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[φρήν]]. | |||
}} | }} |