Anonymous

περικείρω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περικείρω''': [[κείρω]], [[κουρεύω]] ὁλόγυρα, κακῶς π. τὴν κόμην Ἡρόδ. 3. 154· - Μέσ., περικείρεσθαι τρίχας ὁ αὐτ. 4. 71· - [[ὡσαύτως]], περικείρειν τινὰ Φιλοστρ. Ἐπιστ. 61 (64). - Παθητ., τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος Λουκ. Τίμ. 4· Περικειρομένη, ἐπιγραφὴ κωμῳδίας τοῦ Μενάνδρου. ΙΙ. [[κατασκάπτω]] μέχρις ἐδάφους, τὴν ἀκρόπολιν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 8· ἐντελῶς [[καταστρέφω]], Βυζ.
|lstext='''περικείρω''': [[κείρω]], [[κουρεύω]] ὁλόγυρα, κακῶς π. τὴν κόμην Ἡρόδ. 3. 154· - Μέσ., περικείρεσθαι τρίχας ὁ αὐτ. 4. 71· - [[ὡσαύτως]], περικείρειν τινὰ Φιλοστρ. Ἐπιστ. 61 (64). - Παθητ., τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος Λουκ. Τίμ. 4· Περικειρομένη, ἐπιγραφὴ κωμῳδίας τοῦ Μενάνδρου. ΙΙ. [[κατασκάπτω]] μέχρις ἐδάφους, τὴν ἀκρόπολιν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 8· ἐντελῶς [[καταστρέφω]], Βυζ.
}}
{{bailly
|btext=tondre tout autour, raser, acc. ; <i>Pass.</i> avoir les cheveux coupés tout autour ; <i>fig.</i> περικείρειν ἀκρόπολιν ÉL raser une citadelle;<br /><i><b>Moy.</b></i> περικείρομαι tondre sur soi, raser sur soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κείρω]].
}}
}}