Anonymous

πεφεισμένως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεφεισμένως''': ἐπίρρ. παθ. πρκμ. τοῦ [[φείδομαι]], [[μετὰ]] φειδοῦς, φειδωλῶς, Ἱππ. 1139F, Αἰλ. π. Ζ. 7. 45, κτλ.· [[μετὰ]] γεν., Αἰλ. 6. 24.
|lstext='''πεφεισμένως''': ἐπίρρ. παθ. πρκμ. τοῦ [[φείδομαι]], [[μετὰ]] φειδοῦς, φειδωλῶς, Ἱππ. 1139F, Αἰλ. π. Ζ. 7. 45, κτλ.· [[μετὰ]] γεν., Αἰλ. 6. 24.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec parcimonie.<br />'''Étymologie:''' part. pf. de [[φείδομαι]].
}}
}}