Anonymous

συνεσταλμένως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεσταλμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[συστέλλω]], [[μετὰ]] συστολῆς: Ι. παρὰ τοῖς γραμμ., [[μετὰ]] βραχέος φωνήεντος, Ἀθήν. 106Β, 393Β. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ τρόπου τοῦ ζῆν ἢ τῆς διαίτης, [[ἁπλῶς]], λιτῶς, σ. ζῆν Πλούτ. 2. 216F, κτλ.· ταπεινῶς, [[Πολυδ]]. Γ΄, 137.
|lstext='''συνεσταλμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[συστέλλω]], [[μετὰ]] συστολῆς: Ι. παρὰ τοῖς γραμμ., [[μετὰ]] βραχέος φωνήεντος, Ἀθήν. 106Β, 393Β. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ τρόπου τοῦ ζῆν ἢ τῆς διαίτης, [[ἁπλῶς]], λιτῶς, σ. ζῆν Πλούτ. 2. 216F, κτλ.· ταπεινῶς, [[Πολυδ]]. Γ΄, 137.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />simplement.<br />'''Étymologie:''' dérivé du part. pf. Pass. de [[συστέλλω]].
}}
}}