Anonymous

πηλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηλοφόρος''': -ον, ὁ φέρων πηλόν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 130. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «πηλοφόροι, χειροτέχναι, μισθωτοί».
|lstext='''πηλοφόρος''': -ον, ὁ φέρων πηλόν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 130. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «πηλοφόροι, χειροτέχναι, μισθωτοί».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte du mortier, manœuvre.<br />'''Étymologie:''' [[πηλός]], [[φέρω]].
}}
}}