Anonymous

ὑπερπλήρης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερπλήρης''': -ες, πληρέστατος, Πλωτῖν. 5. 2, 1. Πρόκλ. κλπ. Ἐπίρρ., -ρως, Λειτουργία Ἰακώβου σ. 3Β.
|lstext='''ὑπερπλήρης''': -ες, πληρέστατος, Πλωτῖν. 5. 2, 1. Πρόκλ. κλπ. Ἐπίρρ., -ρως, Λειτουργία Ἰακώβου σ. 3Β.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />trop plein, tout rempli <i>ou</i> couvert de.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[πλήρης]].
}}
}}