Anonymous

τεράτευμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεράτευμα''': τό, τετατούργημα, τετατολόγημα, Ἀριστοφ. Λυσ. 762, Διον. Ἁλ., κλπ.
|lstext='''τεράτευμα''': τό, τετατούργημα, τετατολόγημα, Ἀριστοφ. Λυσ. 762, Διον. Ἁλ., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />prestige, duperie.<br />'''Étymologie:''' [[τερατεύομαι]].
}}
}}