3,274,873
edits
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύμβουλος''': ὁ, (βουλὴ) ὁ παρέχων συμβουλήν, παραινῶν, συμβουλεύων, [[μάλιστα]] εἰς δημόσια πράγματα καὶ πολιτικὰς ὑποθέσεις, Ἡρόδ. 5. 24., 7. 50, 2, Σοφ. Φιλ. 1321, Θουκ. 3. 42, κτλ.· σ. πονηρὸς Ἀντιφῶν 137. 41· ὡς θηλ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 13· ― [[μετὰ]] γενικ. προσ., ὁ παρέχων συμβουλὴν εἴς τινα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 175, Ἀριστοφ. Θεσμ. 921, κτλ.· οὕτω, σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1481, Ξεν. Συμπ. 8. 39· οὐδὲ μωρίᾳ ξύμβουλος ἔσομαι τοῦ κασιγνήτου ποτὲ Εὐρ. Ἑλ. 1019, πρβλ. Ἰσοκρ. 23C· ― ἀλλὰ καὶ [[μετὰ]] γεν. πράγμ., σ. λόγου τοῦδέ μοι γένεσθε Αἰσχύλ. Πέρσ. 170· περιμείνατέ νυν, ἵνα τῆς ἀρχῆς... ξυμβούλοισιν πάσαις ὑμῖν χρήσωμαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 518· σ. [[περί]] τινος Αἰσχύλ. Χο. 86, Πλάτ. Πρωτ. 319Β· ὑπέρ τινος Ἰσοκρ. 9D· ― ξύμβουλός εἰμι = [[συμβουλεύω]], [[ἐκφέρω]] γνώμην, δίδω συμβουλήν, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 712, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 930Ε· ― ἀντίθετ. τῷ [[συκοφάντης]], Δημ. 291. 16. ΙΙ. ὡς [[προσωνυμία]], 1) ἐν Σπάρτῃ ἐπὶ Ἄγιδος ἐνομοθετήθη, [[δέκα]] ἄνδρες νὰ ἐκλέγωνται σύμβουλοι τῶν στρατηγῶν, «[[ἄνευ]] ὧν μὴ κύριον [[εἶναι]] ἀπάγειν στρατιὰν ἐκ τῆς πόλεως» Θουκ. 5. 63. 2) ἄρχοντές τινες ἐν Θουρίοις, Ἀριστ. Πολ. 5. 7, 13. 3) = τῷ Ρωμαϊκῷ legatus, Πολύβ. 6. 35, 4· ― [[ὡσαύτως]] εὕρηται καὶ ὡς [[μετάφρασις]] τοῦ Ρωμαϊκοῦ con-sul, Διον. Ἁλ. 4. 76. | |lstext='''σύμβουλος''': ὁ, (βουλὴ) ὁ παρέχων συμβουλήν, παραινῶν, συμβουλεύων, [[μάλιστα]] εἰς δημόσια πράγματα καὶ πολιτικὰς ὑποθέσεις, Ἡρόδ. 5. 24., 7. 50, 2, Σοφ. Φιλ. 1321, Θουκ. 3. 42, κτλ.· σ. πονηρὸς Ἀντιφῶν 137. 41· ὡς θηλ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 13· ― [[μετὰ]] γενικ. προσ., ὁ παρέχων συμβουλὴν εἴς τινα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 175, Ἀριστοφ. Θεσμ. 921, κτλ.· οὕτω, σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1481, Ξεν. Συμπ. 8. 39· οὐδὲ μωρίᾳ ξύμβουλος ἔσομαι τοῦ κασιγνήτου ποτὲ Εὐρ. Ἑλ. 1019, πρβλ. Ἰσοκρ. 23C· ― ἀλλὰ καὶ [[μετὰ]] γεν. πράγμ., σ. λόγου τοῦδέ μοι γένεσθε Αἰσχύλ. Πέρσ. 170· περιμείνατέ νυν, ἵνα τῆς ἀρχῆς... ξυμβούλοισιν πάσαις ὑμῖν χρήσωμαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 518· σ. [[περί]] τινος Αἰσχύλ. Χο. 86, Πλάτ. Πρωτ. 319Β· ὑπέρ τινος Ἰσοκρ. 9D· ― ξύμβουλός εἰμι = [[συμβουλεύω]], [[ἐκφέρω]] γνώμην, δίδω συμβουλήν, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 712, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 930Ε· ― ἀντίθετ. τῷ [[συκοφάντης]], Δημ. 291. 16. ΙΙ. ὡς [[προσωνυμία]], 1) ἐν Σπάρτῃ ἐπὶ Ἄγιδος ἐνομοθετήθη, [[δέκα]] ἄνδρες νὰ ἐκλέγωνται σύμβουλοι τῶν στρατηγῶν, «[[ἄνευ]] ὧν μὴ κύριον [[εἶναι]] ἀπάγειν στρατιὰν ἐκ τῆς πόλεως» Θουκ. 5. 63. 2) ἄρχοντές τινες ἐν Θουρίοις, Ἀριστ. Πολ. 5. 7, 13. 3) = τῷ Ρωμαϊκῷ legatus, Πολύβ. 6. 35, 4· ― [[ὡσαύτως]] εὕρηται καὶ ὡς [[μετάφρασις]] τοῦ Ρωμαϊκοῦ con-sul, Διον. Ἁλ. 4. 76. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> conseiller pour les affaires publiques;<br /><b>2</b> <i>à Sparte</i> conseiller qui assistait le général.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[βουλή]]. | |||
}} | }} |