Anonymous

περιεργαστέον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιεργαστέον''': ῥημ. ἐπίθ., τοῦ [[περιεργάζομαι]], δεῖ περιεργάζεσθαι, π. ἵνα …, Ἀντιφῶν 119. 31· οὐδὲν π. Πλούτ. 2. 1004D.
|lstext='''περιεργαστέον''': ῥημ. ἐπίθ., τοῦ [[περιεργάζομαι]], δεῖ περιεργάζεσθαι, π. ἵνα …, Ἀντιφῶν 119. 31· οὐδὲν π. Πλούτ. 2. 1004D.
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[περιεργάζομαι]].
}}
}}