Anonymous

πετρόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πετρόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς λίθον, ἀπολιθώνω, Λυκόφρ. 901, Ἀνθ. Πλαν. 131 καὶ 132· ἐν τῷ μέσῳ ἀόρ., πετρώσατο Νόνν. Δ. 25. 81, κτλ. ΙΙ. Παθ., λιθοβολοῦμαι, Εὐρ. Ὀρ. 564· πετρούμενος θανεῖν [[αὐτόθι]] 946, πρβλ. Φοιν. 1177, Ἴωνα 1112.
|lstext='''πετρόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς λίθον, ἀπολιθώνω, Λυκόφρ. 901, Ἀνθ. Πλαν. 131 καὶ 132· ἐν τῷ μέσῳ ἀόρ., πετρώσατο Νόνν. Δ. 25. 81, κτλ. ΙΙ. Παθ., λιθοβολοῦμαι, Εὐρ. Ὀρ. 564· πετρούμενος θανεῖν [[αὐτόθι]] 946, πρβλ. Φοιν. 1177, Ἴωνα 1112.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />lapider.<br />'''Étymologie:''' [[πέτρος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[λεύω]].
}}
}}