3,277,243
edits
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιωδευμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[περιοδεύω]], διὰ περιστροφῶν, διὰ τρόπου περιστροφικοῦ, Πλούτ. 2. 537D. | |lstext='''περιωδευμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[περιοδεύω]], διὰ περιστροφῶν, διὰ τρόπου περιστροφικοῦ, Πλούτ. 2. 537D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />par un long circuit.<br />'''Étymologie:''' περιωδευμένος, part. pf. Pass. de [[περιοδεύω]]. | |||
}} | }} |