Anonymous

πετρορριφής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πετρορρῐφής''': -ές, ὁ κατὰ κρημνῶν ῥιφθείς, Δελφῶν δ’ ἄνακτες ὥρισαν πετρορριφῆ θανεῖν ἐμὴ δέσποιναν Εὐρ. Ἴων 1222.
|lstext='''πετρορρῐφής''': -ές, ὁ κατὰ κρημνῶν ῥιφθείς, Δελφῶν δ’ ἄνακτες ὥρισαν πετρορριφῆ θανεῖν ἐμὴ δέσποιναν Εὐρ. Ἴων 1222.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />précipité du haut d’un rocher.<br />'''Étymologie:''' [[πέτρος]], [[ῥίπτω]].
}}
}}