Anonymous

πινυτόφρων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῐνῠτόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ πινυτὸς τὴν φρόνησιν ἢ πινυτὰ φρονῶν, πεπνυμένα εἰδώς, Ἀνθ. Π. 3. 8· εὐμαθίη [[αὐτόθι]] 7. 22· σιγὴ Ἀνθ. Πλαν. 325.
|lstext='''πῐνῠτόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ πινυτὸς τὴν φρόνησιν ἢ πινυτὰ φρονῶν, πεπνυμένα εἰδώς, Ἀνθ. Π. 3. 8· εὐμαθίη [[αὐτόθι]] 7. 22· σιγὴ Ἀνθ. Πλαν. 325.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />à l’esprit inspiré, sage, prudent.<br />'''Étymologie:''' [[πινυτός]], [[φρήν]].
}}
}}