Anonymous

πεφροντισμένως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεφροντισμένως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[φροντίζω]], ἐπιμελῶς, [[μετὰ]] προσοχῆς, Στράβ. 685, Διόδ. 12. 40, κτλ.· π. ἔχειν Αἰλ. π. Ζ. 3. 33.
|lstext='''πεφροντισμένως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[φροντίζω]], ἐπιμελῶς, [[μετὰ]] προσοχῆς, Στράβ. 685, Διόδ. 12. 40, κτλ.· π. ἔχειν Αἰλ. π. Ζ. 3. 33.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec prudence.<br />'''Étymologie:''' πεφροντισμένος, part. pf. Pass. de [[φροντίζω]].
}}
}}