3,277,206
edits
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιποιέω''': [[κάμνω]] τι νὰ διαμείνῃ, [[διασῴζω]], διατηρῶ, ἀντίθετ. τῷ [[διαφθείρω]], Ἡρόδ. 3. 36., 7. 52, 181, Θουκ. 2. 25., 3. 102., 4. 105, Λυσ. 135. 33, κτλ.· ἐκ κακῶν καὶ πολέμου π. τινα ὁ αὐτ. 107. 22. 2) ἐπὶ χρημάτων κτλ., [[διασῴζω]], [[ἀποθησαυρίζω]], Ξεν. Οἰκ. 11, 10· ἀπ’ ὀλίγων [[αὐτόθι]] 2. 10, τῶν προσόδων, [[μέρος]] τῶν εἰσοδημάτων, Ἰσαῖ. 60. 10. 3) [[πορίζω]], προμηδεύω, [[προσάπτω]], προξενῶ, [[παρέχω]], αἰσχύνην τῇ πόλει Ἰσοκρ. π. Ἀντιδόσ. § 322· τὴν δυναστείαν ἑαυτοῖς Αἰσχίν. 54. 12, πρβλ. Δημ. 193. 20· π. τὰ πράγματα εἰς ἑαυτούς, λαμβάνουσι τὰ πράγματα εἰς τὴν ἐξουσίαν των, Θουκ. 8. 48, πρβλ. Ἰσαῖ. 64. 2. ΙΙ. Μέσ., διαφυλάττω ἢ σῴζω δι’ ἐμαυτόν, τὸ [[παιδίον]] Ἡρόδ. 1. 110· τὸ ζῆν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 30· ἐλπίδας ἑαυτῷ Δημ. 416. 4· ― κτῶμαι, δύναμιν, ἰσχὺν Θουκ. 1. 9, καὶ 15, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 6, 17· ἑαυτῷ [[ὄνομα]] καὶ δύναμιν π. [[αὐτόθι]] 5. 6, 47· παρὰ τοῦ πλήθους δόξαν Δημ. 164. 9· αὐτοῖς δυναστείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 12· ― ἀπολ., [[κερδαίνω]], χρηματίζομαι, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7. 3· ἀπό τινος [[αὐτόθι]] 4. 2. 38. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 464, 465. | |lstext='''περιποιέω''': [[κάμνω]] τι νὰ διαμείνῃ, [[διασῴζω]], διατηρῶ, ἀντίθετ. τῷ [[διαφθείρω]], Ἡρόδ. 3. 36., 7. 52, 181, Θουκ. 2. 25., 3. 102., 4. 105, Λυσ. 135. 33, κτλ.· ἐκ κακῶν καὶ πολέμου π. τινα ὁ αὐτ. 107. 22. 2) ἐπὶ χρημάτων κτλ., [[διασῴζω]], [[ἀποθησαυρίζω]], Ξεν. Οἰκ. 11, 10· ἀπ’ ὀλίγων [[αὐτόθι]] 2. 10, τῶν προσόδων, [[μέρος]] τῶν εἰσοδημάτων, Ἰσαῖ. 60. 10. 3) [[πορίζω]], προμηδεύω, [[προσάπτω]], προξενῶ, [[παρέχω]], αἰσχύνην τῇ πόλει Ἰσοκρ. π. Ἀντιδόσ. § 322· τὴν δυναστείαν ἑαυτοῖς Αἰσχίν. 54. 12, πρβλ. Δημ. 193. 20· π. τὰ πράγματα εἰς ἑαυτούς, λαμβάνουσι τὰ πράγματα εἰς τὴν ἐξουσίαν των, Θουκ. 8. 48, πρβλ. Ἰσαῖ. 64. 2. ΙΙ. Μέσ., διαφυλάττω ἢ σῴζω δι’ ἐμαυτόν, τὸ [[παιδίον]] Ἡρόδ. 1. 110· τὸ ζῆν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 30· ἐλπίδας ἑαυτῷ Δημ. 416. 4· ― κτῶμαι, δύναμιν, ἰσχὺν Θουκ. 1. 9, καὶ 15, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 6, 17· ἑαυτῷ [[ὄνομα]] καὶ δύναμιν π. [[αὐτόθι]] 5. 6, 47· παρὰ τοῦ πλήθους δόξαν Δημ. 164. 9· αὐτοῖς δυναστείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 12· ― ἀπολ., [[κερδαίνω]], χρηματίζομαι, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7. 3· ἀπό τινος [[αὐτόθι]] 4. 2. 38. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 464, 465. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> faire survivre ; sauver, conserver, acc. : τινα [[ἐκ]] κακῶν LYS sauver qqn du malheur;<br /><b>II.</b> procurer un surplus, <i>d’où</i><br /><b>1</b> mettre de côté, épargner, économiser;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> procurer, fournir : τινί [[τι]] procurer qch à qqn ; αἰσχύνην τινί, faire honte à qqn ; ἑαυτῷ [[τι]] ESCHL <i>ou</i> [[ἐς]] ἑαυτόν THC se procurer qch à soi-même;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιποιέομαι-οῦμαι conserver pour soi-même : τὰ ψυχάς XÉN sauver leur propre vie ; ἀπ’ ὀλίγων XÉN se réserver, mettre de côté pour soi, épargner avec peu de ressources ; <i>en gén.</i> se procurer : [[τι]] [[ἀπό]] τινος XÉN <i>ou</i> [[παρά]] τινος DÉM se procurer une chose avec une autre ; περιποιεῖσθαι δύναμιν THC se procurer de la puissance.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |