3,270,498
edits
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῑδύω''': [[ἀναβρύω]], Ἀνθ. Π. 9. 322., 10. 13· ὀλίγον καὶ πονηρὸν ἐπίδυε [τὸ [[ποτὸν]]] Πλουτ. Αἰμίλ. 14· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Νικ. Θηρ. 302· πρβλ. [[ἐκπιδύομαι]]. [[Κατὰ]] τοὺς παλαιοὺς Γραμμ. [[πιδύω]], [[πιδάω]], [[πηδάω]] ἦσαν ποικιλίαι τῆς αὐτῆς λέξ. ὡς ἐν τῇ Ἀγγλ. ἡ λέξ. spring σημαίνει καὶ πηγὴν καὶ τὸ πηδᾶν· ἀλλὰ πιθανώτερον ἐκ τῆς √ΠΙ, ἴδε ἐν λέξ. [[πίνω]].) | |lstext='''πῑδύω''': [[ἀναβρύω]], Ἀνθ. Π. 9. 322., 10. 13· ὀλίγον καὶ πονηρὸν ἐπίδυε [τὸ [[ποτὸν]]] Πλουτ. Αἰμίλ. 14· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Νικ. Θηρ. 302· πρβλ. [[ἐκπιδύομαι]]. [[Κατὰ]] τοὺς παλαιοὺς Γραμμ. [[πιδύω]], [[πιδάω]], [[πηδάω]] ἦσαν ποικιλίαι τῆς αὐτῆς λέξ. ὡς ἐν τῇ Ἀγγλ. ἡ λέξ. spring σημαίνει καὶ πηγὴν καὶ τὸ πηδᾶν· ἀλλὰ πιθανώτερον ἐκ τῆς √ΠΙ, ἴδε ἐν λέξ. [[πίνω]].) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />sourdre, jaillir.<br />'''Étymologie:''' R. Πι, boire ; cf. [[πίνω]]. | |||
}} | }} |