Anonymous

πιδύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῑδύω''': [[ἀναβρύω]], Ἀνθ. Π. 9. 322., 10. 13· ὀλίγον καὶ πονηρὸν ἐπίδυε [τὸ [[ποτὸν]]] Πλουτ. Αἰμίλ. 14· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Νικ. Θηρ. 302· πρβλ. [[ἐκπιδύομαι]]. [[Κατὰ]] τοὺς παλαιοὺς Γραμμ. [[πιδύω]], [[πιδάω]], [[πηδάω]] ἦσαν ποικιλίαι τῆς αὐτῆς λέξ. ὡς ἐν τῇ Ἀγγλ. ἡ λέξ. spring σημαίνει καὶ πηγὴν καὶ τὸ πηδᾶν· ἀλλὰ πιθανώτερον ἐκ τῆς √ΠΙ, ἴδε ἐν λέξ. [[πίνω]].)
|lstext='''πῑδύω''': [[ἀναβρύω]], Ἀνθ. Π. 9. 322., 10. 13· ὀλίγον καὶ πονηρὸν ἐπίδυε [τὸ [[ποτὸν]]] Πλουτ. Αἰμίλ. 14· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Νικ. Θηρ. 302· πρβλ. [[ἐκπιδύομαι]]. [[Κατὰ]] τοὺς παλαιοὺς Γραμμ. [[πιδύω]], [[πιδάω]], [[πηδάω]] ἦσαν ποικιλίαι τῆς αὐτῆς λέξ. ὡς ἐν τῇ Ἀγγλ. ἡ λέξ. spring σημαίνει καὶ πηγὴν καὶ τὸ πηδᾶν· ἀλλὰ πιθανώτερον ἐκ τῆς √ΠΙ, ἴδε ἐν λέξ. [[πίνω]].)
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />sourdre, jaillir.<br />'''Étymologie:''' R. Πι, boire ; cf. [[πίνω]].
}}
}}