3,277,172
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πίθηκος''': [ῐ], Δωρ. πίθᾱκος, ὁ, πίθηκας, «μαϊμοῦ» ([[μιμώ]]), Ἀρχίλ. 82. 84, Ἀριστοφ. Ἀχ. 120, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 8, 1· ὡς θηλ., ἦλθε δὲ καὶ [[πίθηκος]], ὡς καλὴ [[μήτηρ]] Βάβρ. 56· πίθηκον ἐνδυομένην, ἐνδυομένην μορφὴν πιθήκου, ἐπὶ τῆς ψυχῆς τοῦ γελωτοποιοῦ Θερσίτου, Πλάτ. Πολ. 620C· πρβλ. [[πίθηξ]], [[πίθων]]· ― σκωπτικῶς, [[ὥσπερ]] πίθακον Ἀριστοφ. Ἀχ. 907· ἐπὶ δυσειδοῦς ἀνθρώπου, Ὄρν. 440, Βάτρ. 708, κτλ.· [[οὕτως]] ὁ Δημοσθ. καλεῖ τὸν Αἰσχίνην πίθηκον αὐτοτραγικὸν 307. 25· ― παροιμ., ἀντὶ λέοντος π. γίγνεσθαι Πλάτ. Πολ. 590Β· ὑπὸ τῇ λεοντῇ πίθηκον ὑποστέλλειν Λουκ. Φιλοψ. 5· π. ἐν πορφύρᾳ Διογεν. 7. 94· [[ὄνος]] ἐν πιθήκοις = αἰσχρὸς ἐν αἰσχροῖς, Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 1. 8. ΙΙ [[εἶδος]] σελαχώδους ζῴου ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ Θαλάσσῃ, Αἰλ. π. Ζ. 1. 27. | |lstext='''πίθηκος''': [ῐ], Δωρ. πίθᾱκος, ὁ, πίθηκας, «μαϊμοῦ» ([[μιμώ]]), Ἀρχίλ. 82. 84, Ἀριστοφ. Ἀχ. 120, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 8, 1· ὡς θηλ., ἦλθε δὲ καὶ [[πίθηκος]], ὡς καλὴ [[μήτηρ]] Βάβρ. 56· πίθηκον ἐνδυομένην, ἐνδυομένην μορφὴν πιθήκου, ἐπὶ τῆς ψυχῆς τοῦ γελωτοποιοῦ Θερσίτου, Πλάτ. Πολ. 620C· πρβλ. [[πίθηξ]], [[πίθων]]· ― σκωπτικῶς, [[ὥσπερ]] πίθακον Ἀριστοφ. Ἀχ. 907· ἐπὶ δυσειδοῦς ἀνθρώπου, Ὄρν. 440, Βάτρ. 708, κτλ.· [[οὕτως]] ὁ Δημοσθ. καλεῖ τὸν Αἰσχίνην πίθηκον αὐτοτραγικὸν 307. 25· ― παροιμ., ἀντὶ λέοντος π. γίγνεσθαι Πλάτ. Πολ. 590Β· ὑπὸ τῇ λεοντῇ πίθηκον ὑποστέλλειν Λουκ. Φιλοψ. 5· π. ἐν πορφύρᾳ Διογεν. 7. 94· [[ὄνος]] ἐν πιθήκοις = αἰσχρὸς ἐν αἰσχροῖς, Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 1. 8. ΙΙ [[εἶδος]] σελαχώδους ζῴου ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ Θαλάσσῃ, Αἰλ. π. Ζ. 1. 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />singe ; ἡ [[πίθηκος]], guenon ; <i>fig.</i> homme laid, magot : [[πίθηκος]] [[θαλάττιος]] ÉL sorte de σελάχη.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]], litt. « l’animal qui fait croire, qui fait illusion » ; cf. μιμώ et [[μιμέομαι]], <i>lat.</i> simia et similis -- DELG pas d’étym., prob. emprunt. | |||
}} | }} |