Anonymous

πηκτίς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηκτίς''': Αἰολ. καὶ Δωρ. πακτίς, -ίδος, ἡ, [[ἀρχαῖον]] τι [[εἶδος]] ἅρπης, τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Λυδοῖς καὶ διαφέρουσα ὀλίγον ἂν μὴ [[οὐδόλως]] τοῦ ὀργάνου τοῦ καλουμένου [[μάγαδις]], Σαπφὼ 122, Ἡρόδ. 1. 17, Πινδ. Ἀποσπ. 227, 361 καὶ ἄλλοι μνημονευόμενοι παρ’ Ἀθην. 183Β κἑξ., 626Α, 635Β κἑξ.· πληθ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 1217· λέγεται ὅτι ταύτην εἰσήγαγεν (ἐκ Λυδίας) ἡ [[Σαπφώ]], Ἀθήν. 635Ε, πρβλ. Ἀριστόξ. [[αὐτόθι]] 182F· ― ἡ [[λέξις]] ἦτο [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[λύρα]], Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 4· ὁ Σοφοκλ. ἐν Ἀποσπ. 228, ἔχει πηκταὶ λύραι. 2) [[εἶδος]] αὐλοῦ ποιμενικοῦ ἐκ πολλῶν συμπεπηγότος καλαμίων, ὡς ἡ τοῦ Πανὸς σῦριγξ, Ἀνθ. Πλαν. 244· σύρειν π. ἐπὶ χείλεσιν Ἀνθ. Π. 586. 3) [[κλωβίον]] ἢ [[δίκτυον]] πτηνῶν, Ὀππ. Ἰξευτ. 3. 7. ΙΙ. παρὰ τῷ Σουΐδ.: «[[μάχαιρα]] κρεωκόπος».
|lstext='''πηκτίς''': Αἰολ. καὶ Δωρ. πακτίς, -ίδος, ἡ, [[ἀρχαῖον]] τι [[εἶδος]] ἅρπης, τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Λυδοῖς καὶ διαφέρουσα ὀλίγον ἂν μὴ [[οὐδόλως]] τοῦ ὀργάνου τοῦ καλουμένου [[μάγαδις]], Σαπφὼ 122, Ἡρόδ. 1. 17, Πινδ. Ἀποσπ. 227, 361 καὶ ἄλλοι μνημονευόμενοι παρ’ Ἀθην. 183Β κἑξ., 626Α, 635Β κἑξ.· πληθ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 1217· λέγεται ὅτι ταύτην εἰσήγαγεν (ἐκ Λυδίας) ἡ [[Σαπφώ]], Ἀθήν. 635Ε, πρβλ. Ἀριστόξ. [[αὐτόθι]] 182F· ― ἡ [[λέξις]] ἦτο [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[λύρα]], Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 4· ὁ Σοφοκλ. ἐν Ἀποσπ. 228, ἔχει πηκταὶ λύραι. 2) [[εἶδος]] αὐλοῦ ποιμενικοῦ ἐκ πολλῶν συμπεπηγότος καλαμίων, ὡς ἡ τοῦ Πανὸς σῦριγξ, Ἀνθ. Πλαν. 244· σύρειν π. ἐπὶ χείλεσιν Ἀνθ. Π. 586. 3) [[κλωβίον]] ἢ [[δίκτυον]] πτηνῶν, Ὀππ. Ἰξευτ. 3. 7. ΙΙ. παρὰ τῷ Σουΐδ.: «[[μάχαιρα]] κρεωκόπος».
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>propr.</i> objet formé par assemblage ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> harpe;<br /><b>2</b> lyre.<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]].
}}
}}