Anonymous

στερητικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στερητικός''': -ή, -όν, ὁ στερῶν, ἀποστερῶν, τὰ στερητικὰ = στερήσεις, Πλούτ. 2. 947D. ΙΙ. = ἀποφατικός, [[ἀρνητικός]], ἐπὶ προτάσεων, ἀντίθετον τῷ [[κατηγορικός]], [[καταφατικός]], Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 1. 18, 1, κ. ἀλλ.· - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀρνητικῶς, [[αὐτόθι]] 1. 4, 14, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 5, 8.
|lstext='''στερητικός''': -ή, -όν, ὁ στερῶν, ἀποστερῶν, τὰ στερητικὰ = στερήσεις, Πλούτ. 2. 947D. ΙΙ. = ἀποφατικός, [[ἀρνητικός]], ἐπὶ προτάσεων, ἀντίθετον τῷ [[κατηγορικός]], [[καταφατικός]], Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 1. 18, 1, κ. ἀλλ.· - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀρνητικῶς, [[αὐτόθι]] 1. 4, 14, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 5, 8.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> privatif;<br /><b>2</b> <i>t. de log.</i> négatif.<br />'''Étymologie:''' [[στερέω]].
}}
}}