Anonymous

προτελευτάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προτελευτάω''': τελευτῶ, ἀποθνῄσκω πρότερον, τινος Διογ. Λ. 2. 44, Διόδ. 1. 91, Πλούτ.
|lstext='''προτελευτάω''': τελευτῶ, ἀποθνῄσκω πρότερον, τινος Διογ. Λ. 2. 44, Διόδ. 1. 91, Πλούτ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />mourir avant, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τελευτάω]].
}}
}}