Anonymous

χόρτασμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χόρτασμα''': τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., [[χόρτος]], τροφὴ τῶν ζῴων, Πολύβ. 9. 4, 3, Διόδ. 20. 42, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 607Α, Ἑβδ. (Γέν. ΚΔ΄, 25, 32, κ. ἀλλ. 2) τροφὴ τῶν ἀνθρώπων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ζ΄, 11, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 11.
|lstext='''χόρτασμα''': τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., [[χόρτος]], τροφὴ τῶν ζῴων, Πολύβ. 9. 4, 3, Διόδ. 20. 42, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 607Α, Ἑβδ. (Γέν. ΚΔ΄, 25, 32, κ. ἀλλ. 2) τροφὴ τῶν ἀνθρώπων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ζ΄, 11, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 11.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> fourrage;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> nourriture NT.<br />'''Étymologie:''' [[χορτάζω]].
}}
}}