3,274,919
edits
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τηλαυγής''': -ές, ([[τῆλε]], αὐγὴ) ὁ λάμπων μακρὰν ἢ [[μακρόθεν]], ἀκτινοβολῶν, τ. [[πρόσωπον]], ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ὕμν. Ὁμ. 31. 13· τηλαυγέα εἵματα, ἐπὶ τῆς σελήνης, [[αὐτόθι]] 32. 8· [[φάος]], [[φέγγος]] Πινδ. Π. 3. 135, Ν. 3. 113· [[ἀκτίς]], ἀκτίνων [[σέλας]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1092, 1711· στέφανοι Πινδ. Π. 2. 10· ἀρχομένου δ’ ἔργου [[πρόσωπον]] χρὴ [[θέμεν]] τηλαυγές, «παντὸς γὰρ ἔργου, φησίν, ἀρχομένου περίβλεπτον καὶ ἐξαίρετον δεῖ ποιεῖν τὸ τῆς προσόψεως, [[ἤτοι]] τὴν εἰσβολὴν καὶ τὴν ἀρχὴν λαμπρὰν καὶ [[ἐπίσημον]]» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ο. 6. 5· - μεταφορ., τ. [[νοῦς]], πεφωτισμένος, [[διαυγής]], Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων μακρὰν κειμένων, [[μακρόθεν]] λάμπων, [[μακρόθεν]] φαινόμενος, σκοπιὴ Θέογν. 550· [[ὄχθος]] Σοφ. Τρ. 524, πρβλ. [[τηλεφανής]]. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -γῶς, τηλαυγέστερον ὁρῶ, [[βλέπω]] εἰς μακροτέραν ἀπόστασιν, Διόδ. 1. 50, πρβλ. Στράβ. 807· - σαφῶς, φανερῶς, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. η΄, 25. Ποιητ. [[λέξις]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τηλαυγές· τηλέσκοπον. καθαρόν», - «τηλαυγές, [[λίαν]] λαμπρὸν» Σουΐδ. | |lstext='''τηλαυγής''': -ές, ([[τῆλε]], αὐγὴ) ὁ λάμπων μακρὰν ἢ [[μακρόθεν]], ἀκτινοβολῶν, τ. [[πρόσωπον]], ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ὕμν. Ὁμ. 31. 13· τηλαυγέα εἵματα, ἐπὶ τῆς σελήνης, [[αὐτόθι]] 32. 8· [[φάος]], [[φέγγος]] Πινδ. Π. 3. 135, Ν. 3. 113· [[ἀκτίς]], ἀκτίνων [[σέλας]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1092, 1711· στέφανοι Πινδ. Π. 2. 10· ἀρχομένου δ’ ἔργου [[πρόσωπον]] χρὴ [[θέμεν]] τηλαυγές, «παντὸς γὰρ ἔργου, φησίν, ἀρχομένου περίβλεπτον καὶ ἐξαίρετον δεῖ ποιεῖν τὸ τῆς προσόψεως, [[ἤτοι]] τὴν εἰσβολὴν καὶ τὴν ἀρχὴν λαμπρὰν καὶ [[ἐπίσημον]]» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ο. 6. 5· - μεταφορ., τ. [[νοῦς]], πεφωτισμένος, [[διαυγής]], Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων μακρὰν κειμένων, [[μακρόθεν]] λάμπων, [[μακρόθεν]] φαινόμενος, σκοπιὴ Θέογν. 550· [[ὄχθος]] Σοφ. Τρ. 524, πρβλ. [[τηλεφανής]]. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -γῶς, τηλαυγέστερον ὁρῶ, [[βλέπω]] εἰς μακροτέραν ἀπόστασιν, Διόδ. 1. 50, πρβλ. Στράβ. 807· - σαφῶς, φανερῶς, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. η΄, 25. Ποιητ. [[λέξις]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τηλαυγές· τηλέσκοπον. καθαρόν», - «τηλαυγές, [[λίαν]] λαμπρὸν» Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui brille au loin <i>ou</i> de loin.<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], [[αὐγή]]. | |||
}} | }} |