3,277,242
edits
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφῦρᾰ''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «σφυρί», Ὀδ. Γ. 434, Ἡρόδ. 1. 68, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297, Κρατῖν. ἐν «Κλεοβουλίνῃ» 3· ἡ [[σφῦρα]] καὶ ὁ [[ἄκμων]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 12. 2) [[ἐργαλεῖον]] γεωργικόν, δι’ οὗ συνέτριβον τοὺς βώλους τῆς γῆς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 423, Ἀριστοφ. Εἰρ. 566. ΙΙ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 145 (κατὰ τὸν Δινδ.) ἡ [[ῥάχις]] ἡ μεταξὺ τῶν αὐλάκων τῆς ἀροθείσης γῆς, «[[σφῦρα]] δὲ τὸ μεταξὺ ἀρηρομένων ἀνέχον», Λατ. porca. 3) [[μέτρον]] γῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1732a. 39. ΙΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ὁ γνωστὸς [[ἰχθὺς]] «σφυρίδα», = [[σφύραινα]], Ἡσύχ. [Παρὰ τοῖς ἀρχαιοτάτοις καὶ δοκιμωτάτοις ποιηταῖς τὸ υ [[εἶναι]] [[μακρόν]]· παρὰ δὲ Κρατίνῳ καὶ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὡς καὶ ἐν Ἀνθ. Π. 6. 61, ἡ λήγουσα [[εἶναι]] βραχεῖα· [[ὥστε]] ὁ τονισμὸς [[σφῦρα]] [[εἶναι]] [[βέβαιος]] ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τῆς μαρτυρίας τοῦ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 17, Ἀρκαδ. 96]. | |lstext='''σφῦρᾰ''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «σφυρί», Ὀδ. Γ. 434, Ἡρόδ. 1. 68, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297, Κρατῖν. ἐν «Κλεοβουλίνῃ» 3· ἡ [[σφῦρα]] καὶ ὁ [[ἄκμων]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 12. 2) [[ἐργαλεῖον]] γεωργικόν, δι’ οὗ συνέτριβον τοὺς βώλους τῆς γῆς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 423, Ἀριστοφ. Εἰρ. 566. ΙΙ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 145 (κατὰ τὸν Δινδ.) ἡ [[ῥάχις]] ἡ μεταξὺ τῶν αὐλάκων τῆς ἀροθείσης γῆς, «[[σφῦρα]] δὲ τὸ μεταξὺ ἀρηρομένων ἀνέχον», Λατ. porca. 3) [[μέτρον]] γῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1732a. 39. ΙΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ὁ γνωστὸς [[ἰχθὺς]] «σφυρίδα», = [[σφύραινα]], Ἡσύχ. [Παρὰ τοῖς ἀρχαιοτάτοις καὶ δοκιμωτάτοις ποιηταῖς τὸ υ [[εἶναι]] [[μακρόν]]· παρὰ δὲ Κρατίνῳ καὶ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὡς καὶ ἐν Ἀνθ. Π. 6. 61, ἡ λήγουσα [[εἶναι]] βραχεῖα· [[ὥστε]] ὁ τονισμὸς [[σφῦρα]] [[εἶναι]] [[βέβαιος]] ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τῆς μαρτυρίας τοῦ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 17, Ἀρκαδ. 96]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />marteau.<br />'''Étymologie:''' DELG famille de [[σφυρόν]], [[σφαῖρα]], [[σπαίρω]]. | |||
}} | }} |