Anonymous

ταραξικάρδιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰρᾰξικάρδιος''': -ον, ὁ τὴν καρδίαν ταράττων, τοῦτο [[τοὖπος]] δεινὸν ἤδη καὶ ταραξικάρδιον Ἀριστοφ. Ἀχ. 315.
|lstext='''τᾰρᾰξικάρδιος''': -ον, ὁ τὴν καρδίαν ταράττων, τοῦτο [[τοὖπος]] δεινὸν ἤδη καὶ ταραξικάρδιον Ἀριστοφ. Ἀχ. 315.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui trouble le cœur, qui tourmente.<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]], [[καρδία]].
}}
}}