Anonymous

ὑπόχρυσος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόχρῡσος''': -ον, ὁ περιέχων [[μῖγμα]] ἢ [[μέρος]] χρυσοῦ, γῆ [[Πολυδ]]. Γ΄, 87· μεταφορ. ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 415C· [[νεανίσκος]] Λουκ. Τόξαρ. 16· πρβλ. [[ὑπάργυρος]], ὑπο-[[σίδηρος]], -χαλκος· ΙΙ. πεφορτωμένος μὲ χρυσόν, [[ὑπερβαλλόντως]] [[πλούσιος]], [[ἔμπορος]] Ἡλιόδ. 2. 8. ΙΙΙ. ὁ ἀπαστράπτων ἐκ χρυσοῦ, μῆλα Φιλόστρ. 809.
|lstext='''ὑπόχρῡσος''': -ον, ὁ περιέχων [[μῖγμα]] ἢ [[μέρος]] χρυσοῦ, γῆ [[Πολυδ]]. Γ΄, 87· μεταφορ. ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 415C· [[νεανίσκος]] Λουκ. Τόξαρ. 16· πρβλ. [[ὑπάργυρος]], ὑπο-[[σίδηρος]], -χαλκος· ΙΙ. πεφορτωμένος μὲ χρυσόν, [[ὑπερβαλλόντως]] [[πλούσιος]], [[ἔμπορος]] Ἡλιόδ. 2. 8. ΙΙΙ. ὁ ἀπαστράπτων ἐκ χρυσοῦ, μῆλα Φιλόστρ. 809.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />couvert d’or, très riche.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χρυσός]].
}}
}}