Anonymous

ὑφαιρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑφαιρέω''': μέλλ. -ήσω (ὑφελῶ παρὰ τῷ Ἀκύλ. Π. Δ.): ἀόρ. ὑφεῖλον (ἀόριστ. α΄ ὑφεῖλα Βυζαντ.)· Ἰωνικ. [[ὑπαιρέω]], κλπ., Ἡρόδ. Κυριεύω [[κάτωθεν]] ἢ ἐσωτερικῶς, τοὺς δ’ ἄρ’ ὑπὸ [[τρόμος]] εἷλε Ἰλ. Ε. 862, Ὀδ. Ω. 450. ΙΙ. ἀφαιρῶ τι ὑποκάτωθέν τινος, ὑπὸ δ’ ᾕρεον ἕρματα [[νηῶν]] Ἰλ. Β. 154· καὶ [[λείριον]] [[ἄνθεμον]] ποντίας ὑφελοῖσ’ ἐέρσας Πινδ. Ν. 7. 117, ἴδε Σχόλ.· τὸ [[παιδίον]] τῆς μητρὸς Πλάτ. Θεαίτ. 161Α· τὴν χεῖρα ὑφῄρει, προσεπάθει νὰ ἀποσύρῃ, Ἀριστοφ. Πλ. 689. 2) ἀφαιρῶ κρυφίως, [[ὑποκλέπτω]], τῶν Ἀθηναίων τοὺς ξυμμάχους Θουκ. 3. 13· ὑφ. τὴν πρόσοδον, τὴν εὐπορίαν, ἐλαττώνω αὐτὴν [[βαθμηδόν]], ὁ αὐτ. 31. 82· ὑφ. τῆς ὑποψίας, κατὰ μικρὸν ἀφαιρῶ [[μέρος]]..., ὁ αὐτ. 1. 42· [[οὕτως]], ὑφ. τοῦ πλήθους Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· τοῦ τόνου, τῆς ὀργῆς Λουκ. Φιλοψ. 8, κλπ.· ― Παθ., ὑφῃρέθη σοι κάλαμος ὡσπερεὶ λύρας Σοφ. Ἀποσπάσμ. 34· ὑπαραιρημένος, κρυφίως ἀφῃρημένος, Ἡρόδ. 3. 65· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀφαιρῶ κρυφίως, [[ὑποκλέπτω]], [[κλέπτω]], σφετερίζομαι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 745, Νεφ. 179, Πλ. 1140, Δημ. 1119. 6 κἑξ., κλπ.· ὑφ. τοὺς καιροὺς τῆς πόλεως Αἰσχίν. 63. 12· ὑφ. τὴν δημοκρατίαν ὁ αὐτ. 74. 13· ― ὑφ. τί τινος, [[ὑποκλέπτω]] τι ἀπό τινος, Ἡρόδ. 5. 83., 9. 116, Λυσί. 143. 17, κλπ.· ὑφ. μου τὴν ἀπολογίαν Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 10· ὑφ. τι ἔκ τινος Πλάτ. Νόμ. 857Β. 3) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσώπου, ὑφ. τινά τινος, ἀπογυμνῶ τινά τινος, Αἰσχίν. 85. 30· σιγῇ τοῦθ’ ὑφαιρούμεσθά νιν, τηροῦμεν αὐτὸ μυστικὸν ἀπ’ ἐκείνου διὰ τῆς σιγῆς, Εὐρ. Ἠλ. 271.
|lstext='''ὑφαιρέω''': μέλλ. -ήσω (ὑφελῶ παρὰ τῷ Ἀκύλ. Π. Δ.): ἀόρ. ὑφεῖλον (ἀόριστ. α΄ ὑφεῖλα Βυζαντ.)· Ἰωνικ. [[ὑπαιρέω]], κλπ., Ἡρόδ. Κυριεύω [[κάτωθεν]] ἢ ἐσωτερικῶς, τοὺς δ’ ἄρ’ ὑπὸ [[τρόμος]] εἷλε Ἰλ. Ε. 862, Ὀδ. Ω. 450. ΙΙ. ἀφαιρῶ τι ὑποκάτωθέν τινος, ὑπὸ δ’ ᾕρεον ἕρματα [[νηῶν]] Ἰλ. Β. 154· καὶ [[λείριον]] [[ἄνθεμον]] ποντίας ὑφελοῖσ’ ἐέρσας Πινδ. Ν. 7. 117, ἴδε Σχόλ.· τὸ [[παιδίον]] τῆς μητρὸς Πλάτ. Θεαίτ. 161Α· τὴν χεῖρα ὑφῄρει, προσεπάθει νὰ ἀποσύρῃ, Ἀριστοφ. Πλ. 689. 2) ἀφαιρῶ κρυφίως, [[ὑποκλέπτω]], τῶν Ἀθηναίων τοὺς ξυμμάχους Θουκ. 3. 13· ὑφ. τὴν πρόσοδον, τὴν εὐπορίαν, ἐλαττώνω αὐτὴν [[βαθμηδόν]], ὁ αὐτ. 31. 82· ὑφ. τῆς ὑποψίας, κατὰ μικρὸν ἀφαιρῶ [[μέρος]]..., ὁ αὐτ. 1. 42· [[οὕτως]], ὑφ. τοῦ πλήθους Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· τοῦ τόνου, τῆς ὀργῆς Λουκ. Φιλοψ. 8, κλπ.· ― Παθ., ὑφῃρέθη σοι κάλαμος ὡσπερεὶ λύρας Σοφ. Ἀποσπάσμ. 34· ὑπαραιρημένος, κρυφίως ἀφῃρημένος, Ἡρόδ. 3. 65· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀφαιρῶ κρυφίως, [[ὑποκλέπτω]], [[κλέπτω]], σφετερίζομαι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 745, Νεφ. 179, Πλ. 1140, Δημ. 1119. 6 κἑξ., κλπ.· ὑφ. τοὺς καιροὺς τῆς πόλεως Αἰσχίν. 63. 12· ὑφ. τὴν δημοκρατίαν ὁ αὐτ. 74. 13· ― ὑφ. τί τινος, [[ὑποκλέπτω]] τι ἀπό τινος, Ἡρόδ. 5. 83., 9. 116, Λυσί. 143. 17, κλπ.· ὑφ. μου τὴν ἀπολογίαν Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 10· ὑφ. τι ἔκ τινος Πλάτ. Νόμ. 857Β. 3) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. προσώπου, ὑφ. τινά τινος, ἀπογυμνῶ τινά τινος, Αἰσχίν. 85. 30· σιγῇ τοῦθ’ ὑφαιρούμεσθά νιν, τηροῦμεν αὐτὸ μυστικὸν ἀπ’ ἐκείνου διὰ τῆς σιγῆς, Εὐρ. Ἠλ. 271.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ὑφαιρήσω, <i>ao.2</i> [[ὑφεῖλον]];<br /><i>Pass. ao.</i> ὑφῃρέθην, <i>etc.</i><br />supprimer peu à peu, retrancher graduellement : πρόσοδον THC un revenu ; [[τῶν]] Ἀθηναίων τοὺς ξυμμάχους THC détacher habilement <i>ou</i> secrètement du parti des Athéniens leurs alliés ; τὸν λόγον PLUT couper la parole ; avec le gén. seul, retrancher de, diminuer : τῆς ὑποψίας THC effacer, <i>càd</i> oublier la méfiance ; [[τοῦ]] τόνου LUC relâcher la tension;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑφαιρέομαι-οῦμαι détourner à son profit, dérober : [[τι]] qch ; τινά τινος, τινά [[τι]] qch à qqn ; τοὺς καιρούς ESCHN s’emparer des occasions et les faire tourner à son profit.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[αἱρέω]].
}}
}}