Anonymous

συνδιάγω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιάγω''': [ᾰ], [[διάγω]] [[ὁμοῦ]], [[διέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], «τὴν ἡμέραν συνδιήγαγον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. συνδιημέρευσαν· ἀπολ. (ἐξυπακ. τὸν βίον) ἔτι τοὺς ἡδεῖς συνδιαγαγεῖν καὶ συνδιημερεῦσαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12· σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 9. 4, 5· μετά τινος [[αὐτόθι]] 8. 5, 3· ἐπιθυμίαις ἀνόμοις συνδ. Πλούτ. 2. 993C.
|lstext='''συνδιάγω''': [ᾰ], [[διάγω]] [[ὁμοῦ]], [[διέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], «τὴν ἡμέραν συνδιήγαγον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. συνδιημέρευσαν· ἀπολ. (ἐξυπακ. τὸν βίον) ἔτι τοὺς ἡδεῖς συνδιαγαγεῖν καὶ συνδιημερεῦσαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12· σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 9. 4, 5· μετά τινος [[αὐτόθι]] 8. 5, 3· ἐπιθυμίαις ἀνόμοις συνδ. Πλούτ. 2. 993C.
}}
{{bailly
|btext=<i>s.e.</i> τὸν βίον;<br />passer sa vie avec ; <i>fig.</i> σ. ἐπιθυμίαις PLUT vivre avec des désirs.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διάγω]].
}}
}}