Anonymous

πολυάνωρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυάνωρ''': [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, [[πολυάνθρωπος]], [[λίαν]] συχναζόμενος, [[θρόνος]] Εὐρ. Ι. Τ. 1282· [[πόλις]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1313. ΙΙ. γυνὴ π., γυνὴ ἔχουσα πολλοὺς ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 62· πρβλ. [[πολύανδρος]] ΙΙ.
|lstext='''πολυάνωρ''': [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, [[πολυάνθρωπος]], [[λίαν]] συχναζόμενος, [[θρόνος]] Εὐρ. Ι. Τ. 1282· [[πόλις]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1313. ΙΙ. γυνὴ π., γυνὴ ἔχουσα πολλοὺς ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 62· πρβλ. [[πολύανδρος]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> abondant en hommes, populeux;<br /><b>2</b> qui a eu plusieurs époux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀνήρ]].
}}
}}