Anonymous

συνεπιστέλλω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπιστέλλω''': [[ἐπιστέλλω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], ἐπαχθὲς δὲ μηδὲν συνεπιστελλέτω Λουκ. Κρονοσ. 15.
|lstext='''συνεπιστέλλω''': [[ἐπιστέλλω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], ἐπαχθὲς δὲ μηδὲν συνεπιστελλέτω Λουκ. Κρονοσ. 15.
}}
{{bailly
|btext=mander <i>ou</i> faire savoir en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιστέλλω]].
}}
}}