Anonymous

σφηκόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφηκόω''': μέλλ. -ώσω, (σφὴξ) [[κάμνω]] τινὰ [[ὥσπερ]] σφῆκα, δηλ. [[περισφίγγω]] κατὰ τὴν ὀσφύν, ἰσχυρῶς περιδένω ἢ [[ἁπλῶς]] δένω, Φρύν. παρὰ Φωτ.· τό τε ὅλον [[σῶμα]] σφηκώσας Ἡλιόδ. 10. 31· χεῖρας Ἀνθ. Πλαν. 195· [[δέσμιον]] σφ. τινά Νόνν. Δ. 1. 192· τοὺς κορακίνους Αἰλ. π. Ζ. 13. 17· μέσ. ἀόρ. σφηκώσατο Νόνν. Δ. 15. 147. ΙΙ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]] ὡς παθ., πλοχμοί θ’, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο, «ἐσφιγμένοι ἦσαν, ἐδέδεντο, ἢ πεπλεγμένοι ἦσαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 52· [[κόμη]] ἐσφηκωμένη [[Πολυδ]]. Β΄, 52 σφηκούμενος, ἀναδούμενος τὴν [[ἑαυτοῦ]] κόμην, Φίλων 2, 479 δειρὴν ἐσφήκωται, ἔχει στενὸν τράχηλον, Νικ. Θηρ. 289· θυρίδες εὖ καὶ [[καλῶς]] ἐσφηκωμέναι, [[καλῶς]] κεκλεισμένα παραθυρόφυλλα, Ἀριστείδ. 1. 348· οὕτω, καλύμματα ἐσφηκ. Ἀνακρ. 20. 3· ― τὸ [[σφηκόω]] [[συχνάκις]] συγχέεται πρὸς τὸ [[σφηνόω]], ὡς παρ’ Ἀράτ. 526, πρβλ. 441. ― Πρβλ. [[διασφηκόομαι]].
|lstext='''σφηκόω''': μέλλ. -ώσω, (σφὴξ) [[κάμνω]] τινὰ [[ὥσπερ]] σφῆκα, δηλ. [[περισφίγγω]] κατὰ τὴν ὀσφύν, ἰσχυρῶς περιδένω ἢ [[ἁπλῶς]] δένω, Φρύν. παρὰ Φωτ.· τό τε ὅλον [[σῶμα]] σφηκώσας Ἡλιόδ. 10. 31· χεῖρας Ἀνθ. Πλαν. 195· [[δέσμιον]] σφ. τινά Νόνν. Δ. 1. 192· τοὺς κορακίνους Αἰλ. π. Ζ. 13. 17· μέσ. ἀόρ. σφηκώσατο Νόνν. Δ. 15. 147. ΙΙ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]] ὡς παθ., πλοχμοί θ’, οἳ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο, «ἐσφιγμένοι ἦσαν, ἐδέδεντο, ἢ πεπλεγμένοι ἦσαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 52· [[κόμη]] ἐσφηκωμένη [[Πολυδ]]. Β΄, 52 σφηκούμενος, ἀναδούμενος τὴν [[ἑαυτοῦ]] κόμην, Φίλων 2, 479 δειρὴν ἐσφήκωται, ἔχει στενὸν τράχηλον, Νικ. Θηρ. 289· θυρίδες εὖ καὶ [[καλῶς]] ἐσφηκωμέναι, [[καλῶς]] κεκλεισμένα παραθυρόφυλλα, Ἀριστείδ. 1. 348· οὕτω, καλύμματα ἐσφηκ. Ἀνακρ. 20. 3· ― τὸ [[σφηκόω]] [[συχνάκις]] συγχέεται πρὸς τὸ [[σφηνόω]], ὡς παρ’ Ἀράτ. 526, πρβλ. 441. ― Πρβλ. [[διασφηκόομαι]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />serrer <i>ou</i> amincir par le milieu à la façon du corps de la guêpe : πλοχμοὶ χρυσῷ ἐσφήκωντο IL ses tresses étaient serrées par le milieu dans des anneaux d’or.<br />'''Étymologie:''' [[σφήξ]].
}}
}}