Anonymous

προσίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσίζω''': μέλλ. -ιζήσω, [[προσκαθέζομαι]], [[καθέζομαι]] πλησίον, τινὶ Διοσκ. 5. 102· μετ’ αἰτ., [[ἔρχομαι]] καὶ [[κάθημαι]] πλησίον, πάγον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 189· Ἄρτεμιν Εὐρ. Ἑκάβ. 935 (πρβλ. [[καθίζω]] ἐν τέλ.)· [[ὡσαύτως]], πρ. περὶ τὰ βήματα Πλάτ. Πολ. 564D· [[πρός]] τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 11, 2· ἔν τινι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 3· ― μεταφορ., προσκολλῶμαι εἴς τι, τοῖς τοιούτοις οὐδέποτ’ αἰσχρῶν ἔργων [[μελέτημα]] προοίζει Εὐρ. Ἀποσπ. 902. 9.
|lstext='''προσίζω''': μέλλ. -ιζήσω, [[προσκαθέζομαι]], [[καθέζομαι]] πλησίον, τινὶ Διοσκ. 5. 102· μετ’ αἰτ., [[ἔρχομαι]] καὶ [[κάθημαι]] πλησίον, πάγον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 189· Ἄρτεμιν Εὐρ. Ἑκάβ. 935 (πρβλ. [[καθίζω]] ἐν τέλ.)· [[ὡσαύτως]], πρ. περὶ τὰ βήματα Πλάτ. Πολ. 564D· [[πρός]] τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 11, 2· ἔν τινι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 3· ― μεταφορ., προσκολλῶμαι εἴς τι, τοῖς τοιούτοις οὐδέποτ’ αἰσχρῶν ἔργων [[μελέτημα]] προοίζει Εὐρ. Ἀποσπ. 902. 9.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />être assis près de, se tenir auprès de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἵζω]].
}}
}}