3,277,241
edits
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσήλῠτος''': -ον, ὁ ἐλθὼν εἴς τινα τόπον [[ξένος]], [[πάροικος]], Λατ. advena, τῷ προσελθόντι προσηλύτῳ Ἑβδ. (Ἔξ. ΙΒ΄, 49). ΙΙ. ὁ προσελθὼν εἰς τὸν Ἰουδαϊσμός, ἀσπασάμενος τὰ δόγματα [[αὐτοῦ]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 15, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 10. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 386. | |lstext='''προσήλῠτος''': -ον, ὁ ἐλθὼν εἴς τινα τόπον [[ξένος]], [[πάροικος]], Λατ. advena, τῷ προσελθόντι προσηλύτῳ Ἑβδ. (Ἔξ. ΙΒ΄, 49). ΙΙ. ὁ προσελθὼν εἰς τὸν Ἰουδαϊσμός, ἀσπασάμενος τὰ δόγματα [[αὐτοῦ]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 15, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 10. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 386. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> étranger établi dans un pays;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prosélyte, nouveau converti.<br />'''Étymologie:''' προσελεύσομαι de [[προσέρχομαι]]. | |||
}} | }} |