Anonymous

προσήλυτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσήλῠτος''': -ον, ὁ ἐλθὼν εἴς τινα τόπον [[ξένος]], [[πάροικος]], Λατ. advena, τῷ προσελθόντι προσηλύτῳ Ἑβδ. (Ἔξ. ΙΒ΄, 49). ΙΙ. ὁ προσελθὼν εἰς τὸν Ἰουδαϊσμός, ἀσπασάμενος τὰ δόγματα [[αὐτοῦ]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 15, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 10. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 386.
|lstext='''προσήλῠτος''': -ον, ὁ ἐλθὼν εἴς τινα τόπον [[ξένος]], [[πάροικος]], Λατ. advena, τῷ προσελθόντι προσηλύτῳ Ἑβδ. (Ἔξ. ΙΒ΄, 49). ΙΙ. ὁ προσελθὼν εἰς τὸν Ἰουδαϊσμός, ἀσπασάμενος τὰ δόγματα [[αὐτοῦ]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 15, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 10. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 386.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> étranger établi dans un pays;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prosélyte, nouveau converti.<br />'''Étymologie:''' προσελεύσομαι de [[προσέρχομαι]].
}}
}}