Anonymous

πολυσχιδής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυσχῐδής''': -ές, ([[σχίζω]]) ὁ εἰς πολλὰ μέρη ἐσχισμένος, ἁπλῷ τρόπῳ καὶ μὴ πολυσχιδέϊ, δι’ ἁπλοῦ καὶ οὐχὶ πολυσχιδοῦς κατάγματος, Ἱππ. Ἀγμ. 766· λώβῃσι πολυσχιδέεσσι λυθέντα, ἐπὶ ναυαγίου, Ὀππ. Ἁλ. 4. 409. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυσχιδῆ· εἰς πολλὰ ἐσχισμένον, μεμερισμένον». 2) ὁ πολὺ ἐσχισμένος, ἀντίθ. τῷ [[ἀσχιδής]], ἐπί τινων σύκων, Ἀριστ. Προβλ. 22. 9· ἐπὶ τῶν κεράτων ἐλάφου, ἔχων πολλὰς διακλαδώσεις, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 9, 4, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 2, 5· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 11· ἐπὶ ὀρεινῆς σειρᾶς, Στράβ. 520. 3) ἐπὶ τῆς χειρός, ὡς κεχωρισμένης εἰς δακτύλους, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 25· ἐπὶ τοῦ ποδὸς [[ὡσαύτως]], [[αὐτόθι]] 65· ― [[ὅθεν]], τὰ πολυσχιδῆ, ζῷα ἔχοντα δακτύλους οὐχὶ χηλὰς ἢ ὁπλάς, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 3 καὶ 30., 2. 10, 2 κ. ἀλλ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ πτηνῶν [[αὐτόθι]] 2. 12. 3. 4) [[καθόλου]], ὁ πολὺ διῃρημένος, ἐπὶ γνωμῶν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 349· [[ἔμφασις]] Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθαγ. 29 (161). Ἐπιρρ. -δῶς, Κλήμ. Ἀλ. 268, Φίλων Ἰουδ. 31, 27, Ἀστέρ. 208C.
|lstext='''πολυσχῐδής''': -ές, ([[σχίζω]]) ὁ εἰς πολλὰ μέρη ἐσχισμένος, ἁπλῷ τρόπῳ καὶ μὴ πολυσχιδέϊ, δι’ ἁπλοῦ καὶ οὐχὶ πολυσχιδοῦς κατάγματος, Ἱππ. Ἀγμ. 766· λώβῃσι πολυσχιδέεσσι λυθέντα, ἐπὶ ναυαγίου, Ὀππ. Ἁλ. 4. 409. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυσχιδῆ· εἰς πολλὰ ἐσχισμένον, μεμερισμένον». 2) ὁ πολὺ ἐσχισμένος, ἀντίθ. τῷ [[ἀσχιδής]], ἐπί τινων σύκων, Ἀριστ. Προβλ. 22. 9· ἐπὶ τῶν κεράτων ἐλάφου, ἔχων πολλὰς διακλαδώσεις, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 9, 4, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 2, 5· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 11· ἐπὶ ὀρεινῆς σειρᾶς, Στράβ. 520. 3) ἐπὶ τῆς χειρός, ὡς κεχωρισμένης εἰς δακτύλους, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 25· ἐπὶ τοῦ ποδὸς [[ὡσαύτως]], [[αὐτόθι]] 65· ― [[ὅθεν]], τὰ πολυσχιδῆ, ζῷα ἔχοντα δακτύλους οὐχὶ χηλὰς ἢ ὁπλάς, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 3 καὶ 30., 2. 10, 2 κ. ἀλλ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ πτηνῶν [[αὐτόθι]] 2. 12. 3. 4) [[καθόλου]], ὁ πολὺ διῃρημένος, ἐπὶ γνωμῶν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 349· [[ἔμφασις]] Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθαγ. 29 (161). Ἐπιρρ. -δῶς, Κλήμ. Ἀλ. 268, Φίλων Ἰουδ. 31, 27, Ἀστέρ. 208C.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />fendu <i>ou</i> divisé en plusieurs parties.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σχίζω]].
}}
}}