3,277,218
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥαπτός''': -ή, -όν, ([[ῥάπτω]]) ἐρραμμένος, [[χιτών]], κνημῖδες Ὀδ. Ω. 228, 229· ἐν σκυταρίοις ῥ. Ἀναξίλας ἐν «Λυροποιῷ» 1· πλοῖα ῥ., πεποιημένα ἐκ δερμάτων συνερραμμένων, Στράβ. 308. 2) μεταφορ., συνειρμένος, «ἀραδιασμένος» κατὰ σειράν, [[συνεχής]], ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοὶ Πινδ. Ν. 2. 2· πρβλ. ῥᾳψωδός. ΙΙ. ὁ διὰ τῆς βελόνης εἰργασμένος· [[ὅθεν]] ῥαπτόν, τό, κεντητὸς [[τάπης]] (πρβλ. consuta tapetia, Πλούτ.), Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 30· ῥαπτὴ [[σφαῖρα]], [[σφαῖρα]] ἐκ δερμάτων διαφόρων χρωμάτων συνερραμμένη, Ἀνθ. Π. 12. 44. | |lstext='''ῥαπτός''': -ή, -όν, ([[ῥάπτω]]) ἐρραμμένος, [[χιτών]], κνημῖδες Ὀδ. Ω. 228, 229· ἐν σκυταρίοις ῥ. Ἀναξίλας ἐν «Λυροποιῷ» 1· πλοῖα ῥ., πεποιημένα ἐκ δερμάτων συνερραμμένων, Στράβ. 308. 2) μεταφορ., συνειρμένος, «ἀραδιασμένος» κατὰ σειράν, [[συνεχής]], ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοὶ Πινδ. Ν. 2. 2· πρβλ. ῥᾳψωδός. ΙΙ. ὁ διὰ τῆς βελόνης εἰργασμένος· [[ὅθεν]] ῥαπτόν, τό, κεντητὸς [[τάπης]] (πρβλ. consuta tapetia, Πλούτ.), Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 30· ῥαπτὴ [[σφαῖρα]], [[σφαῖρα]] ἐκ δερμάτων διαφόρων χρωμάτων συνερραμμένη, Ἀνθ. Π. 12. 44. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> cousu : πλοῖα ῥαπτά embarcations faites de peaux cousues les unes aux autres;<br /><b>2</b> piqué, pointillé ; τὸ ῥαπτόν XÉN sorte de tapis <i>ou</i> coussin piqué.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ῥάπτω]]. | |||
}} | }} |