Anonymous

ῥαπτός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥαπτός''': -ή, -όν, ([[ῥάπτω]]) ἐρραμμένος, [[χιτών]], κνημῖδες Ὀδ. Ω. 228, 229· ἐν σκυταρίοις ῥ. Ἀναξίλας ἐν «Λυροποιῷ» 1· πλοῖα ῥ., πεποιημένα ἐκ δερμάτων συνερραμμένων, Στράβ. 308. 2) μεταφορ., συνειρμένος, «ἀραδιασμένος» κατὰ σειράν, [[συνεχής]], ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοὶ Πινδ. Ν. 2. 2· πρβλ. ῥᾳψωδός. ΙΙ. ὁ διὰ τῆς βελόνης εἰργασμένος· [[ὅθεν]] ῥαπτόν, τό, κεντητὸς [[τάπης]] (πρβλ. consuta tapetia, Πλούτ.), Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 30· ῥαπτὴ [[σφαῖρα]], [[σφαῖρα]] ἐκ δερμάτων διαφόρων χρωμάτων συνερραμμένη, Ἀνθ. Π. 12. 44.
|lstext='''ῥαπτός''': -ή, -όν, ([[ῥάπτω]]) ἐρραμμένος, [[χιτών]], κνημῖδες Ὀδ. Ω. 228, 229· ἐν σκυταρίοις ῥ. Ἀναξίλας ἐν «Λυροποιῷ» 1· πλοῖα ῥ., πεποιημένα ἐκ δερμάτων συνερραμμένων, Στράβ. 308. 2) μεταφορ., συνειρμένος, «ἀραδιασμένος» κατὰ σειράν, [[συνεχής]], ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοὶ Πινδ. Ν. 2. 2· πρβλ. ῥᾳψωδός. ΙΙ. ὁ διὰ τῆς βελόνης εἰργασμένος· [[ὅθεν]] ῥαπτόν, τό, κεντητὸς [[τάπης]] (πρβλ. consuta tapetia, Πλούτ.), Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 30· ῥαπτὴ [[σφαῖρα]], [[σφαῖρα]] ἐκ δερμάτων διαφόρων χρωμάτων συνερραμμένη, Ἀνθ. Π. 12. 44.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> cousu : πλοῖα ῥαπτά embarcations faites de peaux cousues les unes aux autres;<br /><b>2</b> piqué, pointillé ; τὸ ῥαπτόν XÉN sorte de tapis <i>ou</i> coussin piqué.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ῥάπτω]].
}}
}}