Anonymous

συμπεριποιέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπεριποιέω''': [[ὁμοῦ]] περιποιῶ, συμπρομηθεύω, τὴν [[ἀρχήν]] τινι Πολύβ. 3. 49, 9, πρβλ. Διόδ. 11. 81.
|lstext='''συμπεριποιέω''': [[ὁμοῦ]] περιποιῶ, συμπρομηθεύω, τὴν [[ἀρχήν]] τινι Πολύβ. 3. 49, 9, πρβλ. Διόδ. 11. 81.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aider à acquérir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιποιέω]].
}}
}}