Anonymous

πάρισος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάρῐσος''': -ον, σχεδὸν [[ἴσος]], [[ἀγών]], [[κίνδυνος]] Πολύβ. 2. 10, 2, κτλ.· π. ταῖς δυνάμεσι ὁ αὐτ. 1. 13, 12. ΙΙ. ἐν τῇ Ρητορικῇ, δύο κῶλα ἀλλεπάλληλα συμφωνοῦντα κατὰ τὸν ῥυθμὸν πρὸς ἄλληλα καὶ ἔχοντα ἴσας ἢ σχεδὸν ἴσας συλλαβάς, πάρισον καὶ ὁμοιοτέλευτον Ἀριστ. Ρητορ. 3. 9, 9· ἰσόκωλα καὶ πάρισα Διόδ. 12. 53· πρβλ. [[παρίσωσις]].
|lstext='''πάρῐσος''': -ον, σχεδὸν [[ἴσος]], [[ἀγών]], [[κίνδυνος]] Πολύβ. 2. 10, 2, κτλ.· π. ταῖς δυνάμεσι ὁ αὐτ. 1. 13, 12. ΙΙ. ἐν τῇ Ρητορικῇ, δύο κῶλα ἀλλεπάλληλα συμφωνοῦντα κατὰ τὸν ῥυθμὸν πρὸς ἄλληλα καὶ ἔχοντα ἴσας ἢ σχεδὸν ἴσας συλλαβάς, πάρισον καὶ ὁμοιοτέλευτον Ἀριστ. Ρητορ. 3. 9, 9· ἰσόκωλα καὶ πάρισα Διόδ. 12. 53· πρβλ. [[παρίσωσις]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> presque égal;<br /><b>2</b> correspondant.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἴσος]].
}}
}}